Ιστορίες Ζωής & Φαντασίας
του Σοφοκλή Μαργαρίτη

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Το Τρένο

Με βήματα αργά και βαριά έφτασε έως την άκρη της αποβάθρας. Είχε αρκετή ώρα ακόμη μέχρι να έρθει το επόμενο τρένο και βλέποντας μία άδεια θέση, αποφάσισε να καθίσει. Βολεύτηκε στο ζεστό από τον ήλιο μεταλλικό κάθισμα, έσκυψε το κεφάλι του, έκλεισε τα μάτια του και αδιαφορώντας για το αν τον κοιτάζουν οι γύρω του, τα κράτησε έτσι για τουλάχιστον πέντε λεπτά. Για μερικές στιγμές ίσως αποκοιμήθηκε κιόλας. Το σίγουρο όμως ήταν πως στο μυαλό του ήρθε και πάλι η εικόνα εκείνης. Μία εικόνα που τον έκανε να χάνεται σε ένα δικό του κόσμο, κάθε φορά που τον επισκεπτόταν, όσο για λίγο κι αν ήταν αυτό. Ο θόρυβος της αμαξοστοιχίας που περνούσε από την απέναντι πλευρά του σταθμού, τον επανέφερε στο τώρα. Ήταν ένα συνηθισμένο απόγευμα Τρίτης κάποιου Απρίλη και ο Ορέστης, επιστρέφοντας από τη δουλειά του, περίμενε το τρένο που θα τον πήγαινε στο σπίτι του. Έχοντας λιγοστό πλέον χρόνο στη διάθεσή του, ένιωσε την ανάγκη να ρίξει δροσερό νερό στο πρόσωπό του. Σήκωσε το χαρτοφύλακα που είχε αφήσει στο έδαφος, ανάμεσα στα πόδια του και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα του σταθμού.

Έριξε με τις χούφτες του άφθονο νερό στο πρόσωπο και καθώς το σκούπιζε μηχανικά με το χαρτί που βρήκε παραδίπλα, κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ο Ορέστης ήταν ένας αρκετά όμορφος άντρας, αδύνατος, αρκετά ψηλός, με έντονα ζυγωματικά, μελαχρινός, μουσάτος, κοντοκουρεμένος, με ελάχιστα γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους, με καστανά μάτια και έντονο βλέμμα, που στα 45 του όμως έδειχνε πιο ταλαιπωρημένος απ' ότι θα έπρεπε. Για την ακρίβεια θα έλεγε κανείς ότι είχε παραμελήσει τον εαυτό του για αρκετό καιρό. Τότε έριξε μία ματιά στο ρολόι που φορούσε στο δεξί του χέρι και είδε πως σε δύο λεπτά θα ήταν 5. Ο συρμός από στιγμή σε στιγμή θα περνούσε και έπρεπε να βιαστεί να βγει και πάλι στην αποβάθρα για να τον προλάβει. Έδιωξε με τα δάχτυλά του τις τελευταίες σταγόνες νερού από το μούσι του, πήρε το χαρτοφύλακά του και έτρεξε προς το τρένο. 

Ίσα-ίσα που το πρόλαβε. Με το που μπήκε στο βαγόνι, έκλεισαν οι αυτόματες συρόμενες πόρτες πίσω του. Δεν είχε όρεξη και πάλι να κάτσει κι έτσι μετακινήθηκε σε μία άκρη, κρατήθηκε από μία χειρολαβή και έμεινε όρθιος, ακίνητος, σε απόσταση αναπνοής από το παράθυρο, να κοιτάζει έξω. Καθώς το τρένο άφηνε πίσω του κτίρια, δρόμους και ανθρώπους, το βλέμμα του στάθηκε φευγαλέα σε ένα νεαρό ζευγάρι που κρατιόταν χέρι-χέρι, σε μία κοπέλα που είχε βγάλει το σκύλο της βόλτα, σε έναν παππού που χαμογελαστός έσπρωχνε τον εγγονό του στην κούνια μιας παιδικής χαράς. Εικόνες ξεγνοιασιάς, μικρά κομμάτια ευτυχίας, μα ο ίδιος ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό του. Πήρε μία βαθιά ανάσα και ασυναίσθητα σήκωσε και πάλι το χέρι του για να δει τι ώρα είναι. Μα το ρολόι δεν ήταν στον καρπό του. Έψαξε με τα μάτια του το πάτωμα γύρω του, μήπως είχε πέσει κάπου εκεί, αλλά δεν το έβλεπε πουθενά. Σκέφτηκε ότι ίσως άνοιξε το κούμπωμα και το έχασε στη διαδρομή από την τουαλέτα του σταθμού μέχρι το βαγόνι. Του πέρασε για μία στιγμή από το μυαλό να κατέβει στην επόμενη στάση και να γυρίσει πίσω, μήπως και το βρει, αλλά αμέσως συνειδητοποίησε πως θα ήταν μάταιος κόπος. Τότε πρόσεξε ότι η μαύρη πλεκτή ζακέτα που φορούσε ήταν ελαφρώς λερωμένη, σκονισμένη και σε ένα σημείο σκισμένη. Διερωτήθηκε πώς, αφού δεν είχε χτυπήσει πουθενά, δεν είχε γίνει κάτι που θα το δικαιολογούσε. Θεώρησε ότι θα πιάστηκε από κάπου πάνω στη βιασύνη του και δε θα το πήρε είδηση. Ο νους του έτσι κι αλλιώς εδώ και μήνες δεν ήταν πολύ συγκεντρωμένος. Το ήξερε αυτό καλά και γι' αυτό έπαψε να δίνει σ' αυτά τα περίεργα γεγονότα περισσότερη σημασία. 

"Τι άλλο θα συμβεί σήμερα;"...μουρμούρισε και έβγαλε από την εσωτερική του τσέπη τα ακουστικά του για να ακούσει λίγη μουσική για το υπόλοιπο της διαδρομής. Εξακολουθούσε να χαζεύει έξω, όταν ξαφνικά παρατήρησε πως έβλεπε μέρη που δεν έπρεπε να δει, μέρη που δεν περίμενε να συναντήσει στην πορεία του, αλλά σίγουρα όχι άγνωστα. Κοίταξε ξανά επίμονα και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα κατάλαβε πως πήγαινε προς το παλιό του σπίτι, προς αυτό που έμενε μέχρι και πριν από ένα χρόνο. 

"Μα πώς είναι δυνατόν; Πηγαίνω προς την αντίθετη κατεύθυνση! Γίνεται να πήρα λάθος τρένο; Τόσο πια τα έχω χάσει;"...Ψιθύρισε στον εαυτό του, με μία τεράστια έκπληξη ζωγραφισμένη στα μάτια του. Ήταν έτοιμος να βγάλει τα ακουστικά από τα αυτιά του και να μιλήσει σε κάποιον, όταν η μουσική ανεξήγητα έπαψε να παίζει. Με γρήγορες κινήσεις έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και είδε πως η οθόνη του ήταν, όχι απλά σπασμένη, μα θρυμματισμένη. Η έκπληξή του μεγάλωσε, αλλά χωρίς να θέλει να το επεξεργαστεί και αυτό εκείνη την ώρα, το πέταξε στην τσέπη του και άπλωσε το χέρι του για να χτυπήσει στην πλάτη τον νέο άντρα που στεκόταν δίπλα του. 

"Συγνώμη, συγνώμη, νεαρέ...Ποιο τρένο είναι αυτό;"...Είπε χαμηλόφωνα, ακουμπώντας τον ελαφρά στον ώμο. Μα απάντηση δεν πήρε καμία. Ρώτησε ξανά το ίδιο πράγμα. Γύρισε και ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του, έκανε την ίδια ερώτηση και σε άλλους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. 

"Μα καλά, δεν μπορεί κάποιος να μου απαντήσει σ' αυτό το απλό που σας ρωτάω;"...Φώναξε φανερά εκνευρισμένος. Μετακινήθηκε μέσα στο βαγόνι, μπερδεμένος και παραξενεμένος. Και γιατί δεν του απαντούσε κανείς και για όλα αυτά τα περίεργα που του είχαν συμβεί μέχρι τότε. Πήγε να πιαστεί και πάλι σε μία χειρολαβή, όταν ξαφνικά το χέρι του τη διαπέρασε. Τρόμαξε, σάστισε. Τι του συνέβαινε; Έτρεξε από άνθρωπο σε άνθρωπο φωνάζοντας αν τον ακούει κανείς, προσπαθώντας να τους αγγίξει, αλλά άδικα. Αυτοί συνέχισαν να έχουν τις δικές τους σκέψεις, να μιλάνε μεταξύ τους, να τον αγνοούν. Χλώμιασε! Συνειδητοποίησε πως ήταν αόρατος γι' αυτούς, ήταν σαν το σώμα του να μην είχε πια ύλη, να μην ήταν πραγματικά εκεί. Σκέφτηκε πως πριν από λίγο κρατιόταν από μία τέτοια ίδια χειρολαβή, ένιωσε να ακουμπάει το νεαρό στον ώμο, τι άλλαξε τώρα; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Εκείνη την ώρα το τρένο έμπαινε σε ένα τούνελ και καθώς όλα έξω σκοτείνιασαν, είδε την αντανάκλασή του στο τζάμι. Η φάτσα του ήταν αγριεμένη, το βλέμμα του αγωνιώδες. Απροειδοποίητα το είδωλό του άλλαξε, τα χαρακτηριστικά του χάθηκαν, κρύφτηκαν πίσω από κατακόκκινο αίμα. Για μερικές ανατριχιαστικές στιγμές που του φάνηκαν αιώνας, έμεινε να κοιτάζει το είδωλό του και το μόνο που έβλεπε ήταν δύο ορθάνοιχτα μάτια να τον κοιτάζουν επίμονα πίσω, δύο μάτια σε ένα κεφάλι λουσμένο στο αίμα. Πανικοβλήθηκε, σωριάστηκε στο πάτωμα, τραβήχτηκε σε μία γωνία, ακούμπησε την πλάτη του στο τοίχωμα του βαγονιού και αφού έφερε τα γόνατά του στο στήθος του, τα αγκάλιασε σφιχτά, κλείνοντας ταυτόχρονα ερμητικά τα γεμάτα δάκρυα μάτια του. 

...και τότε, θυμήθηκε, έτσι απλά. Μικρές εικόνες, σαν κομμάτια παζλ, άρχισαν να τον πλημμυρίζουν, να γεμίζουν τα κενά, να του δείχνουν την αλήθεια. Εικόνες όχι από το μακρινό παρελθόν, αλλά πρόσφατες πολύ, που είχαν γίνει μάλιστα μόλις πριν από λίγο. Ήταν πεσμένος ανάσκελα στη μέση του δρόμου. Περαστικοί είχαν μαζευτεί από πάνω του. Ένας από αυτούς ήταν σκυμμένος και προσπαθούσε να ψηλαφίσει ίχνη σφυγμού στο λαιμό του όταν είπε..."Δυστυχώς είναι νεκρός." Μία ακόμη εικόνα ήρθε να προστεθεί στο παζλ. Κάπου εκεί στο δρόμο, δίπλα στο άψυχο σώμα του, στεκόταν ο ίδιος και παρακολουθούσε το τι διαδραματιζόταν, σαν ένας απλός θεατής, που καταλάβαινε όμως τι είχε συμβεί και που ένιωθε μία απίστευτη γαλήνη και ηρεμία. 

Άνοιξε τα μάτια του και σαν από θαύμα ο φόβος έφυγε, αντικαταστάθηκε από την ίδια αυτή υπέροχη γαλήνη. Στην πραγματικότητα αυτό που βίωνε ήταν λαχτάρα να δει ξανά αγαπημένα πρόσωπα. Αυτή ήταν η σκέψη, αυτό ήταν το συναίσθημα που του έφερε την ηρεμία. Ο γρίφος που έζησε τα τελευταία λεπτά, φαινομενικά είχε λυθεί. Τώρα πια ήξερε γιατί δεν τον έβλεπε κανείς στο τρένο, γιατί σταμάτησε να μπορεί να αγγίζει, γιατί ταξίδευε προς αυτό το άλλοτε αγαπημένο του σπίτι. Κατάλαβε πως το μυαλό του, του έπαιζε παιχνίδια. Όλα όμως μπήκαν στη θέση τους, ξεδιάλυναν, καθώς το μόνο που χρειαζόταν ήταν να αντιληφθεί την κατάστασή του.

Είχαν βγει από το τούνελ εδώ και αρκετά λεπτά. Ο χαρτοφύλακας δεν υπήρχε πια πουθενά, χωρίς ωστόσο να το έχει προσέξει. Στεκόταν δίπλα στην πόρτα και περίμενε με ανυπομονησία πότε θα φτάσει στη στάση του. Ευτυχώς αυτή δεν αργούσε και πολύ. Τίποτα πια δεν είχε αξία. Αρκεί που θα συναντούσε εκείνη. Με έναν τρόπο μαγικό, κατέληξε στο σπίτι. Λες και το τρένο οδηγούσε κατευθείαν στην είσοδο του διαμερίσματος, στο οποίο μοιράστηκε τόσα πράγματα μαζί της. Λες και όλα τα ενδιάμεσα, από το σταθμό μέχρι και αυτό, δεν υπήρξαν ποτέ. Μπήκε μέσα και την καρδιά του, ναι αυτήν που είχε πάψει πια να κτυπά, αφού δεν ήταν ζωντανός, την ένιωσε να κοντεύει να σπάσει, να πάλλετε ασταμάτητα. Αυτό αισθάνθηκε, ίσως από συνήθεια. Έκανε λίγα βήματα και τότε απέναντί του, στην κουζίνα που κάθε πρωί έπαιρναν το πρωινό τους, την είδε, καθισμένη σε μία καρέκλα, δίπλα στην μπαλκονόπορτα. 

Για όλους ήταν τα δύο "Όμικρον"! Ο Ορέστης και η Όλγα. Οι Όμικρον, όπως τους αποκαλούσαν χαριτολογώντας για συντομία φίλοι και συγγενείς. Αχώριστοι από την παιδική τους ηλικία, συνομήλικοι, αρχικά γείτονες, φίλοι και ζευγάρι από τα τέλη της εφηβείας τους και μετά. Στην κυριολεξία μία ζωή μαζί και παντρεμένοι για 21 σχεδόν έτη, από την εποχή που τελείωσαν δηλαδή και οι δύο τη νομική. Παιδιά δεν έκαναν, αν και το ήθελαν πολύ. Προσπάθησαν για χρόνια, αλλά δεν τα κατάφεραν και μόνο τελευταία είχαν σκεφτεί την οδό της υιοθεσίας. Ήθελαν πολύ τουλάχιστον ένα παιδί, για να ολοκληρώσει την ευτυχία τους, να τους συμπληρώσει. Να του δώσουν ένα μέρος της αγάπης που μοιράζονταν μεταξύ τους από πάντα. Το παιδί μπορεί να μην ήρθε, ήρθε όμως κάτι άλλο. Είχαν περάσει μόλις λίγες μέρες που η Όλγα είχε γιορτάσει μαζί με τον άντρα της και τους φίλους τους τα 44α γενέθλιά της, όταν ξαφνικά δεν ένιωσε καλά. Οι εξετάσεις, προς έκπληξη όλων, έδειξαν καρκίνο του πνεύμονα και μάλιστα σε πολύ προχωρημένο στάδιο. Η Όλγα, όπως άλλωστε και ο Ορέστης, δεν έβαλε πότε τσιγάρο στο στόμα της. Γενικά φρόντιζε τον εαυτό της και ακολουθούσε έναν όσο το δυνατόν υγιεινό τρόπο ζωής. Φάνηκε όμως πως στην περίπτωσή της αυτό δεν έπαιξε κανένα ρόλο. Ο καρκίνος αναπτυσσόταν τους τελευταίους μήνες χωρίς κανένα σύμπτωμα και έκανε την εμφάνισή του όταν ήταν ήδη πολύ αργά. Οι χημειοθεραπείες δεν πρόσφεραν το παραμικρό και μέσα σε τρεις μήνες από τη στιγμή της διάγνωσης η Όλγα είχε κιόλας φύγει, αφήνοντας πίσω της έναν Ορέστη συντετριμμένο. 

Όμως τώρα η Όλγα ήταν εκεί μπροστά του, λίγα μέτρα μακριά του και αυτό ήταν που τον ένοιαζε. Φώναξε το όνομά της, καθώς την πλησίαζε. 

"Αγάπη μου είμαι εδώ!"...της είπε με όσο πιο γλυκό τρόπο γινόταν, ώστε να μην την τρομάξει. Η Όλγα γύρισε αργά το πρόσωπό της προς το μέρος του, μα δεν του απάντησε, ούτε τον κοίταξε στα μάτια και αμέσως το κατάλαβε. Δεν τον έβλεπε, δεν τον άκουγε, ούτε κι αυτή. Κατέρρευσε. Αυτό πραγματικά δεν το περίμενε. Ούτε που το είχε καν υποψιαστεί. Το γρίφο που ζούσε δεν τον είχε λύσει εντελώς όπως νόμιζε, όχι ακόμη. Δεν έκανε προσπάθεια να την αγγίξει, δεν υπήρχε κανένας λόγος. Θα ήταν άσκοπο. Για άλλη μία φορά λοιπόν αποσύρθηκε σε μία άκρη, δίπλα στο έπιπλο που κρεμούσαν τα πανωφόρια τους και κάλυψε τα μάτια του με τα χέρια του. Οι εικόνες επανήλθαν, μόνο που τώρα ήταν πιο ξεκάθαρες, πιο αναλυτικές.

Ο Ορέστης είχε σοκαριστεί με τη διάγνωση. Του ήταν αδιανόητο αυτό που εξελισσόταν. Η γυναίκα του μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο για τις άκαρπες χημειοθεραπείες και αυτός ένιωθε τραγικά απογοητευμένος με τον εαυτό του, πίστευε πως ήταν ανίκανος να τη βοηθήσει, να της απαλύνει τον πόνο. Την έβλεπε απλά να φεύγει μέσα από τα χέρια του, να λιώνει. Σχεδόν αμέσως μετά από το θάνατό της, ήρθε η κατάθλιψη. Του έλειπε αβάσταχτα. Όλοι του έλεγαν πως ο χρόνος θα ελαττώσει την οδύνη, μα αυτός είχε χάσει το άλλο του μισό, δεν ήξερε πώς να ζει χωρίς αυτήν. Το γεγονός ότι εγκατέλειψε το σπίτι τους ένα μήνα μετά τη φυγή της, γιατί μέσα σ' αυτό τα πάντα του τη θύμιζαν βασανιστικά, δεν τον βοήθησε. Η εικόνα της τον ακολουθούσε παντού και πάντα και τις περισσότερες  φορές ήταν η εικόνα της από το νοσοκομείο, η θλιβερή ανάμνηση των τελευταίων ημερών. Στο δικηγορικό γραφείο όπου εργαζόταν πήγαινε πλέον τυπικά, δεν ενδιαφερόταν για τις υποθέσεις, του ήταν ξένες. Στην προτροπή των δικών του ανθρώπων να συμβουλευτεί κάποιον ειδικό, δεν έδωσε καμία βαρύτητα, αντίθετα κλείστηκε τραγικά περισσότερο στον εαυτό του. Λίγους μήνες πριν, σκοτεινές σκέψεις άρχισαν να περνάνε απ' το μυαλό του. Σκέψεις που δε θα έπρεπε να τις κάνει κανείς, ποτέ. Έτσι λίγες ώρες πριν και αφού έφυγε από το γραφείο, στη διαδρομή προς το σταθμό του τρένου, έδωσε τέλος στη ζωή του μπαίνοντας ξαφνικά στην πορεία ενός λεωφορείου. Το σκεφτόταν έντονα για εβδομάδες, χωρίς να το εκμυστηρευτεί σε κανέναν και την ημέρα ακριβώς που η Όλγα έκλεινε ένα χρόνο απουσίας, το έκανε. Ο τρόπος ήταν απόφαση της τελευταίας στιγμής. Μόλις είδε ότι ένα λεωφορείο ανέπτυξε ταχύτητα για να προλάβει το πορτοκαλί φανάρι, όρμησε στη μέση του δρόμου. Το βαρύ όχημα έπεσε πάνω του με δύναμη, του κατάφερε μεταξύ άλλων ένα σφοδρό χτύπημα στο κεφάλι και στη συνέχεια τον πέταξε αρκετά μέτρα μακριά, καθώς ο οδηγός φρέναρε απότομα, στην προσπάθειά του να μην τον παρασύρει. Πέφτοντας στην άσφαλτο χτύπησε το κεφάλι του για δεύτερη φορά και έμεινε στον τόπο. Η οθόνη του κινητού τηλεφώνου του, που ήταν στην εσωτερική τσέπη της ζακέτας του, θρυμματίστηκε. Το κούμπωμα απ' το ρολόι του άνοιξε και έφυγε από το χέρι του. Ο χαρτοφύλακας ξεκλείδωσε και πολλά σημαντικά έγγραφα σκορπίστηκαν ολόγυρά του. Δεκάδες περαστικοί, σοκαρισμένοι με αυτό που συνέβη, έτρεξαν αμέσως, όμως ήταν ήδη πολύ αργά. Ο οδηγός του λεωφορείου έπιανε όλο απελπισία το κεφάλι του, καταλαβαίνοντας όμως κατά βάθος ότι δε θα μπορούσε με τίποτα να τον έχει αποφύγει. 

Άνοιξε τα μάτια του και διαπίστωσε πως ακόμα βρισκόταν στο διαμέρισμα. Πίστευε ακράδαντα ότι υπάρχει κάτι μετά, ότι οι ψυχές δε χάνονται. Αυτοκτόνησε, γιατί νόμιζε ότι έτσι θα είναι και πάλι μαζί της. Έκανε όμως λάθος. Την έβλεπε εκεί μπροστά του, με τα καστανά μακριά μαλλιά της στη θέση τους, με τα καφεπράσινα μάτια της να είναι ξανά γεμάτα όλο ζωντάνια, όπως όταν ήταν υγιής, να αγναντεύει έξω από το παράθυρο, να ακούει μουσική και να απολαμβάνει τη θέα. Αυτός όμως δεν ήταν εκεί γι' αυτήν. Στην ουσία ούτε η Όλγα ήταν εκεί για τον ίδιο. Το να τη βλέπει, αλλά να μην μπορεί να επικοινωνήσει μαζί της, να της κάνει μία αγκαλιά, να της δώσει ένα φιλί, να της πει πόσο του έλειψε και πόσο πολύ την αγαπά, δεν του ήταν αρκετό, αλλά αντίθετα το έβρισκε άχρηστο, άδικο, εξοργιστικό και μαρτυρικό.

Υπήρχε όντως κάτι μετά, αλλά τι ήταν αυτό; Ήταν ο παράδεισος; Ήταν η κόλαση; Ήταν και τα δύο αυτά μαζί πάνω σε κάτι που θύμιζε τη γη; Την περιεργάστηκε με τα μάτια του για μια τελευταία φορά και καθώς άρχισε να νιώθει πως πνίγεται, της είπε αντίο. Βγήκε απ' το διαμέρισμα και βρέθηκε στην αποβάθρα. Είχε αρχίσει να πιστεύει πως αυτή ήταν η κόλαση, έστω μία μορφή της. Πως ήταν η τιμωρία του, γι' αυτή του την πράξη. Μόνο με κόλαση θα μπορούσε να συγκριθεί η μοναξιά που τον περίμενε. Κάθισε στην ίδια θέση, μετανιωμένος για την απόφασή του και έμεινε εκεί να χαζεύει τα τρένα, που τελικά ήταν απλά τα μέσα μεταφοράς...για άλλους προς τη γαλήνη...για τον ίδιο προς τη λήθη.

14 σχόλια:

  1. Τέλειο κείμενο! Περιέγραψες μοναδικά μια μεταθανάτια κατάσταση που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος.
    Μπράβο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ελένη μου να σαι καλά!!

      Έχεις μία εικόνα στην αρχή στο μυαλό σου και αυτή η εικόνα μερικές φορές θαρρείς και σε οδηγεί από μόνη της 🙂

      Σε ευχαριστώ πολύ 🌹

      Διαγραφή
  2. Με συγκλόνισε το διήγημά σου Σοφοκλή μου. Δυνατό και επίσης ένα μήνυμα για τους αυτόχειρες που πιστεύουν ότι θα συναντήσουν τους αγαπημένους τους που έφυγαν. Πολύ όμορφες περιγραφές για θέματα που δεν γνωριζουμε και τα έκανες οικεία. Μπράβο Σοφοκλή

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Άννα μου χαίρομαι πολύ που σου άρεσε!
      Με δυσκόλεψε συναισθηματικά, κυρίως προς το τέλος του και όχι με την αυτοκτονία, αλλά με το θέμα του καρκίνου...Και δεν το περίμενα είναι η αλήθεια. Τα πέρασα βλέπεις μικρός με τον πατέρα μου. Όσο για την αυτοκτονία, προσπάθησα να μην την κρίνω, αλλά θέλησα να αφήσω να φανεί πως δεν πρέπει να τα παρατάμε ποτέ, γιατί αλλιώς όλα θα είναι μάταια.
      Σε ευχαριστώ και πάλι πολύ 🌹

      Διαγραφή
  3. Σοφοκλή, με έκανες να ανατριχιάσω αγαπητέ φίλε! Τι θέμα ήταν αυτό! Δεν το έχω ξαναδεί δοσμένο μ' αυτόν τον τρόπο σε απόπειρα μυθοπλασίας. Τι συγκίνηση. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο του Ορέστη, να καλλιεργήσω, να ζήσω την προσδοκία του. Να φτάσω στην αγωνία του. Ένα κλικ πριν την πραγμάτωση του ονείρου του. Ένα μόλις κλικ. Αλλά αυτό να μένει για πάντα απραγματοποίητο. Δεν υπάρχει κάτι χειρότερο από το να βρίσκεσαι δίπλα στο αγαπημένο σου, το πολύτιμό σου και να μην μπορείς να το αγγίξεις ποτέ. Είναι πραγματικά μια κόλαση.
    Τα πιο θερμά μου συγχαρητήρια. Υποκλίνομαι στη γραφή σου Σοφοκλή. Θα ήθελα να την επαναλαμβάνεις τακτικά. Πιστεύω έχεις πάρα πολλά να γράψεις, να πεις, να εκφράσεις.
    Ένα μεγάλο μπράβο απ την καρδιά μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γιάννη σε ευχαριστώ πολύ! Δύσκολο θέμα όντως και όλα ξεκίνησαν έχοντας στο μυαλό μου την εικόνα ενός τρένου. Μερικές φορές όμως το πώς νιώθουμε στην καθημερινότητά μας, κατευθύνει και το λόγο μας. Όσο για τη μυθοπλασία, πάντα με κερδίζει. Χαίρομαι πολύ που διαβάζω ότι ένιωσες την αγωνία, τη λαχτάρα και τελικά την απογοήτευση, γενικά όλα τα συναισθήματα του ήρωα.
      Είναι πολύ δύσκολες οι εποχές που ζούμε και εγώ αποφάσισα να μην αναλώνομαι σε καυγάδες, κακίες, θυμούς, διαφωνίες, αλλά να διοχετεύσω κάπου αυτά που νιώθω. Πάντα τα λόγια σου μου δίνουν κουράγιο και με ενθαρρύνουν να συνεχίσω. Σε ευχαριστώ πολύ πολύ για αυτό 🌹 Να σαι καλά!

      Διαγραφή
  4. Συναρπαστικό Σοφοκλή μου...Τα θερμα μου συγχαρητηρια....Συνέχισε σε ικετευω!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σάββα μου σε ευχαριστώ πολύ 🌹
      Να σαι καλά φίλε μου!!
      Θα συνεχίσω αμέ 🙂 😘

      Διαγραφή
  5. μου έλειψαν τα διηγήματά σου!
    ειναι τελειο!

    καλη σου μερα, φιλε μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ πολύ πολύ Κική μου 🌹
      Να σαι καλά!

      Καλό μεσημέρι να έχουμε!

      Διαγραφή