Ιστορίες Ζωής & Φαντασίας
του Σοφοκλή Μαργαρίτη

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Το Τρένο

Με βήματα αργά και βαριά έφτασε έως την άκρη της αποβάθρας. Είχε αρκετή ώρα ακόμη μέχρι να έρθει το επόμενο τρένο και βλέποντας μία άδεια θέση, αποφάσισε να καθίσει. Βολεύτηκε στο ζεστό από τον ήλιο μεταλλικό κάθισμα, έσκυψε το κεφάλι του, έκλεισε τα μάτια του και αδιαφορώντας για το αν τον κοιτάζουν οι γύρω του, τα κράτησε έτσι για τουλάχιστον πέντε λεπτά. Για μερικές στιγμές ίσως αποκοιμήθηκε κιόλας. Το σίγουρο όμως ήταν πως στο μυαλό του ήρθε και πάλι η εικόνα εκείνης. Μία εικόνα που τον έκανε να χάνεται σε ένα δικό του κόσμο, κάθε φορά που τον επισκεπτόταν, όσο για λίγο κι αν ήταν αυτό. Ο θόρυβος της αμαξοστοιχίας που περνούσε από την απέναντι πλευρά του σταθμού, τον επανέφερε στο τώρα. Ήταν ένα συνηθισμένο απόγευμα Τρίτης κάποιου Απρίλη και ο Ορέστης, επιστρέφοντας από τη δουλειά του, περίμενε το τρένο που θα τον πήγαινε στο σπίτι του. Έχοντας λιγοστό πλέον χρόνο στη διάθεσή του, ένιωσε την ανάγκη να ρίξει δροσερό νερό στο πρόσωπό του. Σήκωσε το χαρτοφύλακα που είχε αφήσει στο έδαφος, ανάμεσα στα πόδια του και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα του σταθμού.

Έριξε με τις χούφτες του άφθονο νερό στο πρόσωπο και καθώς το σκούπιζε μηχανικά με το χαρτί που βρήκε παραδίπλα, κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ο Ορέστης ήταν ένας αρκετά όμορφος άντρας, αδύνατος, αρκετά ψηλός, με έντονα ζυγωματικά, μελαχρινός, μουσάτος, κοντοκουρεμένος, με ελάχιστα γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους, με καστανά μάτια και έντονο βλέμμα, που στα 45 του όμως έδειχνε πιο ταλαιπωρημένος απ' ότι θα έπρεπε. Για την ακρίβεια θα έλεγε κανείς ότι είχε παραμελήσει τον εαυτό του για αρκετό καιρό. Τότε έριξε μία ματιά στο ρολόι που φορούσε στο δεξί του χέρι και είδε πως σε δύο λεπτά θα ήταν 5. Ο συρμός από στιγμή σε στιγμή θα περνούσε και έπρεπε να βιαστεί να βγει και πάλι στην αποβάθρα για να τον προλάβει. Έδιωξε με τα δάχτυλά του τις τελευταίες σταγόνες νερού από το μούσι του, πήρε το χαρτοφύλακά του και έτρεξε προς το τρένο. 

Ίσα-ίσα που το πρόλαβε. Με το που μπήκε στο βαγόνι, έκλεισαν οι αυτόματες συρόμενες πόρτες πίσω του. Δεν είχε όρεξη και πάλι να κάτσει κι έτσι μετακινήθηκε σε μία άκρη, κρατήθηκε από μία χειρολαβή και έμεινε όρθιος, ακίνητος, σε απόσταση αναπνοής από το παράθυρο, να κοιτάζει έξω. Καθώς το τρένο άφηνε πίσω του κτίρια, δρόμους και ανθρώπους, το βλέμμα του στάθηκε φευγαλέα σε ένα νεαρό ζευγάρι που κρατιόταν χέρι-χέρι, σε μία κοπέλα που είχε βγάλει το σκύλο της βόλτα, σε έναν παππού που χαμογελαστός έσπρωχνε τον εγγονό του στην κούνια μιας παιδικής χαράς. Εικόνες ξεγνοιασιάς, μικρά κομμάτια ευτυχίας, μα ο ίδιος ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό του. Πήρε μία βαθιά ανάσα και ασυναίσθητα σήκωσε και πάλι το χέρι του για να δει τι ώρα είναι. Μα το ρολόι δεν ήταν στον καρπό του. Έψαξε με τα μάτια του το πάτωμα γύρω του, μήπως είχε πέσει κάπου εκεί, αλλά δεν το έβλεπε πουθενά. Σκέφτηκε ότι ίσως άνοιξε το κούμπωμα και το έχασε στη διαδρομή από την τουαλέτα του σταθμού μέχρι το βαγόνι. Του πέρασε για μία στιγμή από το μυαλό να κατέβει στην επόμενη στάση και να γυρίσει πίσω, μήπως και το βρει, αλλά αμέσως συνειδητοποίησε πως θα ήταν μάταιος κόπος. Τότε πρόσεξε ότι η μαύρη πλεκτή ζακέτα που φορούσε ήταν ελαφρώς λερωμένη, σκονισμένη και σε ένα σημείο σκισμένη. Διερωτήθηκε πώς, αφού δεν είχε χτυπήσει πουθενά, δεν είχε γίνει κάτι που θα το δικαιολογούσε. Θεώρησε ότι θα πιάστηκε από κάπου πάνω στη βιασύνη του και δε θα το πήρε είδηση. Ο νους του έτσι κι αλλιώς εδώ και μήνες δεν ήταν πολύ συγκεντρωμένος. Το ήξερε αυτό καλά και γι' αυτό έπαψε να δίνει σ' αυτά τα περίεργα γεγονότα περισσότερη σημασία. 

"Τι άλλο θα συμβεί σήμερα;"...μουρμούρισε και έβγαλε από την εσωτερική του τσέπη τα ακουστικά του για να ακούσει λίγη μουσική για το υπόλοιπο της διαδρομής. Εξακολουθούσε να χαζεύει έξω, όταν ξαφνικά παρατήρησε πως έβλεπε μέρη που δεν έπρεπε να δει, μέρη που δεν περίμενε να συναντήσει στην πορεία του, αλλά σίγουρα όχι άγνωστα. Κοίταξε ξανά επίμονα και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα κατάλαβε πως πήγαινε προς το παλιό του σπίτι, προς αυτό που έμενε μέχρι και πριν από ένα χρόνο. 

"Μα πώς είναι δυνατόν; Πηγαίνω προς την αντίθετη κατεύθυνση! Γίνεται να πήρα λάθος τρένο; Τόσο πια τα έχω χάσει;"...Ψιθύρισε στον εαυτό του, με μία τεράστια έκπληξη ζωγραφισμένη στα μάτια του. Ήταν έτοιμος να βγάλει τα ακουστικά από τα αυτιά του και να μιλήσει σε κάποιον, όταν η μουσική ανεξήγητα έπαψε να παίζει. Με γρήγορες κινήσεις έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και είδε πως η οθόνη του ήταν, όχι απλά σπασμένη, μα θρυμματισμένη. Η έκπληξή του μεγάλωσε, αλλά χωρίς να θέλει να το επεξεργαστεί και αυτό εκείνη την ώρα, το πέταξε στην τσέπη του και άπλωσε το χέρι του για να χτυπήσει στην πλάτη τον νέο άντρα που στεκόταν δίπλα του. 

"Συγνώμη, συγνώμη, νεαρέ...Ποιο τρένο είναι αυτό;"...Είπε χαμηλόφωνα, ακουμπώντας τον ελαφρά στον ώμο. Μα απάντηση δεν πήρε καμία. Ρώτησε ξανά το ίδιο πράγμα. Γύρισε και ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του, έκανε την ίδια ερώτηση και σε άλλους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. 

"Μα καλά, δεν μπορεί κάποιος να μου απαντήσει σ' αυτό το απλό που σας ρωτάω;"...Φώναξε φανερά εκνευρισμένος. Μετακινήθηκε μέσα στο βαγόνι, μπερδεμένος και παραξενεμένος. Και γιατί δεν του απαντούσε κανείς και για όλα αυτά τα περίεργα που του είχαν συμβεί μέχρι τότε. Πήγε να πιαστεί και πάλι σε μία χειρολαβή, όταν ξαφνικά το χέρι του τη διαπέρασε. Τρόμαξε, σάστισε. Τι του συνέβαινε; Έτρεξε από άνθρωπο σε άνθρωπο φωνάζοντας αν τον ακούει κανείς, προσπαθώντας να τους αγγίξει, αλλά άδικα. Αυτοί συνέχισαν να έχουν τις δικές τους σκέψεις, να μιλάνε μεταξύ τους, να τον αγνοούν. Χλώμιασε! Συνειδητοποίησε πως ήταν αόρατος γι' αυτούς, ήταν σαν το σώμα του να μην είχε πια ύλη, να μην ήταν πραγματικά εκεί. Σκέφτηκε πως πριν από λίγο κρατιόταν από μία τέτοια ίδια χειρολαβή, ένιωσε να ακουμπάει το νεαρό στον ώμο, τι άλλαξε τώρα; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Εκείνη την ώρα το τρένο έμπαινε σε ένα τούνελ και καθώς όλα έξω σκοτείνιασαν, είδε την αντανάκλασή του στο τζάμι. Η φάτσα του ήταν αγριεμένη, το βλέμμα του αγωνιώδες. Απροειδοποίητα το είδωλό του άλλαξε, τα χαρακτηριστικά του χάθηκαν, κρύφτηκαν πίσω από κατακόκκινο αίμα. Για μερικές ανατριχιαστικές στιγμές που του φάνηκαν αιώνας, έμεινε να κοιτάζει το είδωλό του και το μόνο που έβλεπε ήταν δύο ορθάνοιχτα μάτια να τον κοιτάζουν επίμονα πίσω, δύο μάτια σε ένα κεφάλι λουσμένο στο αίμα. Πανικοβλήθηκε, σωριάστηκε στο πάτωμα, τραβήχτηκε σε μία γωνία, ακούμπησε την πλάτη του στο τοίχωμα του βαγονιού και αφού έφερε τα γόνατά του στο στήθος του, τα αγκάλιασε σφιχτά, κλείνοντας ταυτόχρονα ερμητικά τα γεμάτα δάκρυα μάτια του. 

...και τότε, θυμήθηκε, έτσι απλά. Μικρές εικόνες, σαν κομμάτια παζλ, άρχισαν να τον πλημμυρίζουν, να γεμίζουν τα κενά, να του δείχνουν την αλήθεια. Εικόνες όχι από το μακρινό παρελθόν, αλλά πρόσφατες πολύ, που είχαν γίνει μάλιστα μόλις πριν από λίγο. Ήταν πεσμένος ανάσκελα στη μέση του δρόμου. Περαστικοί είχαν μαζευτεί από πάνω του. Ένας από αυτούς ήταν σκυμμένος και προσπαθούσε να ψηλαφίσει ίχνη σφυγμού στο λαιμό του όταν είπε..."Δυστυχώς είναι νεκρός." Μία ακόμη εικόνα ήρθε να προστεθεί στο παζλ. Κάπου εκεί στο δρόμο, δίπλα στο άψυχο σώμα του, στεκόταν ο ίδιος και παρακολουθούσε το τι διαδραματιζόταν, σαν ένας απλός θεατής, που καταλάβαινε όμως τι είχε συμβεί και που ένιωθε μία απίστευτη γαλήνη και ηρεμία. 

Άνοιξε τα μάτια του και σαν από θαύμα ο φόβος έφυγε, αντικαταστάθηκε από την ίδια αυτή υπέροχη γαλήνη. Στην πραγματικότητα αυτό που βίωνε ήταν λαχτάρα να δει ξανά αγαπημένα πρόσωπα. Αυτή ήταν η σκέψη, αυτό ήταν το συναίσθημα που του έφερε την ηρεμία. Ο γρίφος που έζησε τα τελευταία λεπτά, φαινομενικά είχε λυθεί. Τώρα πια ήξερε γιατί δεν τον έβλεπε κανείς στο τρένο, γιατί σταμάτησε να μπορεί να αγγίζει, γιατί ταξίδευε προς αυτό το άλλοτε αγαπημένο του σπίτι. Κατάλαβε πως το μυαλό του, του έπαιζε παιχνίδια. Όλα όμως μπήκαν στη θέση τους, ξεδιάλυναν, καθώς το μόνο που χρειαζόταν ήταν να αντιληφθεί την κατάστασή του.

Είχαν βγει από το τούνελ εδώ και αρκετά λεπτά. Ο χαρτοφύλακας δεν υπήρχε πια πουθενά, χωρίς ωστόσο να το έχει προσέξει. Στεκόταν δίπλα στην πόρτα και περίμενε με ανυπομονησία πότε θα φτάσει στη στάση του. Ευτυχώς αυτή δεν αργούσε και πολύ. Τίποτα πια δεν είχε αξία. Αρκεί που θα συναντούσε εκείνη. Με έναν τρόπο μαγικό, κατέληξε στο σπίτι. Λες και το τρένο οδηγούσε κατευθείαν στην είσοδο του διαμερίσματος, στο οποίο μοιράστηκε τόσα πράγματα μαζί της. Λες και όλα τα ενδιάμεσα, από το σταθμό μέχρι και αυτό, δεν υπήρξαν ποτέ. Μπήκε μέσα και την καρδιά του, ναι αυτήν που είχε πάψει πια να κτυπά, αφού δεν ήταν ζωντανός, την ένιωσε να κοντεύει να σπάσει, να πάλλετε ασταμάτητα. Αυτό αισθάνθηκε, ίσως από συνήθεια. Έκανε λίγα βήματα και τότε απέναντί του, στην κουζίνα που κάθε πρωί έπαιρναν το πρωινό τους, την είδε, καθισμένη σε μία καρέκλα, δίπλα στην μπαλκονόπορτα. 

Για όλους ήταν τα δύο "Όμικρον"! Ο Ορέστης και η Όλγα. Οι Όμικρον, όπως τους αποκαλούσαν χαριτολογώντας για συντομία φίλοι και συγγενείς. Αχώριστοι από την παιδική τους ηλικία, συνομήλικοι, αρχικά γείτονες, φίλοι και ζευγάρι από τα τέλη της εφηβείας τους και μετά. Στην κυριολεξία μία ζωή μαζί και παντρεμένοι για 21 σχεδόν έτη, από την εποχή που τελείωσαν δηλαδή και οι δύο τη νομική. Παιδιά δεν έκαναν, αν και το ήθελαν πολύ. Προσπάθησαν για χρόνια, αλλά δεν τα κατάφεραν και μόνο τελευταία είχαν σκεφτεί την οδό της υιοθεσίας. Ήθελαν πολύ τουλάχιστον ένα παιδί, για να ολοκληρώσει την ευτυχία τους, να τους συμπληρώσει. Να του δώσουν ένα μέρος της αγάπης που μοιράζονταν μεταξύ τους από πάντα. Το παιδί μπορεί να μην ήρθε, ήρθε όμως κάτι άλλο. Είχαν περάσει μόλις λίγες μέρες που η Όλγα είχε γιορτάσει μαζί με τον άντρα της και τους φίλους τους τα 44α γενέθλιά της, όταν ξαφνικά δεν ένιωσε καλά. Οι εξετάσεις, προς έκπληξη όλων, έδειξαν καρκίνο του πνεύμονα και μάλιστα σε πολύ προχωρημένο στάδιο. Η Όλγα, όπως άλλωστε και ο Ορέστης, δεν έβαλε πότε τσιγάρο στο στόμα της. Γενικά φρόντιζε τον εαυτό της και ακολουθούσε έναν όσο το δυνατόν υγιεινό τρόπο ζωής. Φάνηκε όμως πως στην περίπτωσή της αυτό δεν έπαιξε κανένα ρόλο. Ο καρκίνος αναπτυσσόταν τους τελευταίους μήνες χωρίς κανένα σύμπτωμα και έκανε την εμφάνισή του όταν ήταν ήδη πολύ αργά. Οι χημειοθεραπείες δεν πρόσφεραν το παραμικρό και μέσα σε τρεις μήνες από τη στιγμή της διάγνωσης η Όλγα είχε κιόλας φύγει, αφήνοντας πίσω της έναν Ορέστη συντετριμμένο. 

Όμως τώρα η Όλγα ήταν εκεί μπροστά του, λίγα μέτρα μακριά του και αυτό ήταν που τον ένοιαζε. Φώναξε το όνομά της, καθώς την πλησίαζε. 

"Αγάπη μου είμαι εδώ!"...της είπε με όσο πιο γλυκό τρόπο γινόταν, ώστε να μην την τρομάξει. Η Όλγα γύρισε αργά το πρόσωπό της προς το μέρος του, μα δεν του απάντησε, ούτε τον κοίταξε στα μάτια και αμέσως το κατάλαβε. Δεν τον έβλεπε, δεν τον άκουγε, ούτε κι αυτή. Κατέρρευσε. Αυτό πραγματικά δεν το περίμενε. Ούτε που το είχε καν υποψιαστεί. Το γρίφο που ζούσε δεν τον είχε λύσει εντελώς όπως νόμιζε, όχι ακόμη. Δεν έκανε προσπάθεια να την αγγίξει, δεν υπήρχε κανένας λόγος. Θα ήταν άσκοπο. Για άλλη μία φορά λοιπόν αποσύρθηκε σε μία άκρη, δίπλα στο έπιπλο που κρεμούσαν τα πανωφόρια τους και κάλυψε τα μάτια του με τα χέρια του. Οι εικόνες επανήλθαν, μόνο που τώρα ήταν πιο ξεκάθαρες, πιο αναλυτικές.

Ο Ορέστης είχε σοκαριστεί με τη διάγνωση. Του ήταν αδιανόητο αυτό που εξελισσόταν. Η γυναίκα του μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο για τις άκαρπες χημειοθεραπείες και αυτός ένιωθε τραγικά απογοητευμένος με τον εαυτό του, πίστευε πως ήταν ανίκανος να τη βοηθήσει, να της απαλύνει τον πόνο. Την έβλεπε απλά να φεύγει μέσα από τα χέρια του, να λιώνει. Σχεδόν αμέσως μετά από το θάνατό της, ήρθε η κατάθλιψη. Του έλειπε αβάσταχτα. Όλοι του έλεγαν πως ο χρόνος θα ελαττώσει την οδύνη, μα αυτός είχε χάσει το άλλο του μισό, δεν ήξερε πώς να ζει χωρίς αυτήν. Το γεγονός ότι εγκατέλειψε το σπίτι τους ένα μήνα μετά τη φυγή της, γιατί μέσα σ' αυτό τα πάντα του τη θύμιζαν βασανιστικά, δεν τον βοήθησε. Η εικόνα της τον ακολουθούσε παντού και πάντα και τις περισσότερες  φορές ήταν η εικόνα της από το νοσοκομείο, η θλιβερή ανάμνηση των τελευταίων ημερών. Στο δικηγορικό γραφείο όπου εργαζόταν πήγαινε πλέον τυπικά, δεν ενδιαφερόταν για τις υποθέσεις, του ήταν ξένες. Στην προτροπή των δικών του ανθρώπων να συμβουλευτεί κάποιον ειδικό, δεν έδωσε καμία βαρύτητα, αντίθετα κλείστηκε τραγικά περισσότερο στον εαυτό του. Λίγους μήνες πριν, σκοτεινές σκέψεις άρχισαν να περνάνε απ' το μυαλό του. Σκέψεις που δε θα έπρεπε να τις κάνει κανείς, ποτέ. Έτσι λίγες ώρες πριν και αφού έφυγε από το γραφείο, στη διαδρομή προς το σταθμό του τρένου, έδωσε τέλος στη ζωή του μπαίνοντας ξαφνικά στην πορεία ενός λεωφορείου. Το σκεφτόταν έντονα για εβδομάδες, χωρίς να το εκμυστηρευτεί σε κανέναν και την ημέρα ακριβώς που η Όλγα έκλεινε ένα χρόνο απουσίας, το έκανε. Ο τρόπος ήταν απόφαση της τελευταίας στιγμής. Μόλις είδε ότι ένα λεωφορείο ανέπτυξε ταχύτητα για να προλάβει το πορτοκαλί φανάρι, όρμησε στη μέση του δρόμου. Το βαρύ όχημα έπεσε πάνω του με δύναμη, του κατάφερε μεταξύ άλλων ένα σφοδρό χτύπημα στο κεφάλι και στη συνέχεια τον πέταξε αρκετά μέτρα μακριά, καθώς ο οδηγός φρέναρε απότομα, στην προσπάθειά του να μην τον παρασύρει. Πέφτοντας στην άσφαλτο χτύπησε το κεφάλι του για δεύτερη φορά και έμεινε στον τόπο. Η οθόνη του κινητού τηλεφώνου του, που ήταν στην εσωτερική τσέπη της ζακέτας του, θρυμματίστηκε. Το κούμπωμα απ' το ρολόι του άνοιξε και έφυγε από το χέρι του. Ο χαρτοφύλακας ξεκλείδωσε και πολλά σημαντικά έγγραφα σκορπίστηκαν ολόγυρά του. Δεκάδες περαστικοί, σοκαρισμένοι με αυτό που συνέβη, έτρεξαν αμέσως, όμως ήταν ήδη πολύ αργά. Ο οδηγός του λεωφορείου έπιανε όλο απελπισία το κεφάλι του, καταλαβαίνοντας όμως κατά βάθος ότι δε θα μπορούσε με τίποτα να τον έχει αποφύγει. 

Άνοιξε τα μάτια του και διαπίστωσε πως ακόμα βρισκόταν στο διαμέρισμα. Πίστευε ακράδαντα ότι υπάρχει κάτι μετά, ότι οι ψυχές δε χάνονται. Αυτοκτόνησε, γιατί νόμιζε ότι έτσι θα είναι και πάλι μαζί της. Έκανε όμως λάθος. Την έβλεπε εκεί μπροστά του, με τα καστανά μακριά μαλλιά της στη θέση τους, με τα καφεπράσινα μάτια της να είναι ξανά γεμάτα όλο ζωντάνια, όπως όταν ήταν υγιής, να αγναντεύει έξω από το παράθυρο, να ακούει μουσική και να απολαμβάνει τη θέα. Αυτός όμως δεν ήταν εκεί γι' αυτήν. Στην ουσία ούτε η Όλγα ήταν εκεί για τον ίδιο. Το να τη βλέπει, αλλά να μην μπορεί να επικοινωνήσει μαζί της, να της κάνει μία αγκαλιά, να της δώσει ένα φιλί, να της πει πόσο του έλειψε και πόσο πολύ την αγαπά, δεν του ήταν αρκετό, αλλά αντίθετα το έβρισκε άχρηστο, άδικο, εξοργιστικό και μαρτυρικό.

Υπήρχε όντως κάτι μετά, αλλά τι ήταν αυτό; Ήταν ο παράδεισος; Ήταν η κόλαση; Ήταν και τα δύο αυτά μαζί πάνω σε κάτι που θύμιζε τη γη; Την περιεργάστηκε με τα μάτια του για μια τελευταία φορά και καθώς άρχισε να νιώθει πως πνίγεται, της είπε αντίο. Βγήκε απ' το διαμέρισμα και βρέθηκε στην αποβάθρα. Είχε αρχίσει να πιστεύει πως αυτή ήταν η κόλαση, έστω μία μορφή της. Πως ήταν η τιμωρία του, γι' αυτή του την πράξη. Μόνο με κόλαση θα μπορούσε να συγκριθεί η μοναξιά που τον περίμενε. Κάθισε στην ίδια θέση, μετανιωμένος για την απόφασή του και έμεινε εκεί να χαζεύει τα τρένα, που τελικά ήταν απλά τα μέσα μεταφοράς...για άλλους προς τη γαλήνη...για τον ίδιο προς τη λήθη.

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

Η Πτώση

Έπεφτε...έπεφτε για πολύ ώρα με ταχύτητα στο κενό, χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι γι' αυτό. Είχε φτερά, αλλά αυτή τη φορά του ήταν άχρηστα. Είχε τα μάτια του κλειστά. Όχι από φόβο, όχι από απόγνωση. Αυτή την πτώση την περίμενε, έγινε με δική του επιλογή. Είχε τα μάτια του κλειστά και προσπαθούσε να καταλάβει πώς άφησε τα πράγματα να φτάσουν ως εκεί, πώς επέτρεψε να γίνει ο κακός της υπόθεσης. Ξαφνικά, εκκωφαντικοί ήχοι πλημμύρισαν το μυαλό του. Ήχοι που βγάζουν τα μέταλλα όταν συγκρούονται με μανία μεταξύ τους, τα φτερά όταν ανοιγοκλείνουν απότομα, αλλά και κραυγές πολεμικές. Τότε, οι ήχοι έγιναν εικόνες...βίαιες, σπαρακτικές, μα πάνω απ' όλα αληθινές και όχι δημιουργήματα κάποιας φαντασίας. Αδερφός εναντίον αδερφού...Άγγελος εναντίον αγγέλου. Σπαθιά που ανεβοκατεβαίνουν με ορμή, διαπερνούν περίτεχνες πανοπλίες, κόβουν τη σάρκα. Πύρινα βέλη που σκίζουν τον αέρα, σκορπώντας το θάνατο. Αίμα, φτερά, άψυχα και διαμελισμένα κορμιά, παντού σκορπισμένα πάνω στο χρυσό χορτάρι. Στο χορτάρι των απέραντων λιβαδιών του παραδείσου, που πόλεμο όμοιο με αυτόν δεν είχαν δει ποτέ.

Άνοιξε τα μάτια του. Οι ήχοι σιώπησαν, οι εικόνες εξαφανίστηκαν. Μόνος πια στη σιωπή. Κοίταξε γύρω του. Ολόλευκα σύννεφα παντού και αυτός περνούσε ανάμεσά τους. Η πτώση του φαινόταν να μην έχει τέλος. Μέχρι που κάτι άρχισε να διακρίνει προς τα κάτω. Εστίασε καλύτερα το βλέμμα του, καθώς πλησίαζε περισσότερο και συνειδητοποίησε πως έπεφτε με ορμή προς μια πέτρινη εκκλησία, τοποθετημένη στο κέντρο μιας απέραντης καταπράσινης πεδιάδας. Το τοπίο ήταν μαγευτικό, ήρεμο, πανέμορφο, μα αυτός πανικοβλήθηκε. Χωρίς τον έλεγχο των φτερών του, το μόνο που είχε πια να περιμένει ήταν ο θάνατος. Δεν είχε όμως συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο. Απελπίστηκε, έκρυψε με τα χέρια του το πρόσωπό του, άρχισε να δέχεται τη μοίρα του, άλλωστε αυτός ήταν ο ηττημένος του πολέμου. Τότε ένιωσε να παίρνει και πάλι τον έλεγχο! Ένιωσε ανακούφιση, έστω παροδική. Χωρίς δεύτερη σκέψη άπλωσε τα λευκά, μα ταλαιπωρημένα του φτερά, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή και στάθηκε ακίνητος στον αέρα, λίγα μόλις μέτρα πάνω από το χώμα. Αισθάνθηκε μία περίεργη και ανέλπιστη γαλήνη, την οποία ευχήθηκε να μπορούσε να κρατήσει για πάντα. Δεν ήταν σίγουρος για το τι θα ακολουθούσε, αλλά ήταν βέβαιος πως καθόλου γαλήνιο δεν θα ήταν. Άλλωστε αυτή του η πτώση, ήταν η τιμωρία του. Με πολύ αργές, σχεδόν ανεπαίσθητες κινήσεις, λες και προσπαθούσε να ξεγελάσει το χρόνο, αιωρούμενος πλησίασε προς το έδαφος. Η εμφανώς εγκαταλελειμμένη και ερειπωμένη εκκλησία βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής πια, ακριβώς μπροστά του. Πάτησε στο πρόσφατα βρεγμένο χορτάρι, κατέβασε και δίπλωσε τα φτερά του και αφού πήρε μία βαθιά ανάσα, σκέφτηκε τις τελευταίες λέξεις που του απηύθυνε ο ουράνιος πατέρας του..."Θάνατος ή αιώνια εξορία. Δική σου η επιλογή."...

..."και τώρα τι;"

...Ψέλλισε και κοίταξε γύρω του. Η επίπεδη πεδιάδα έδειχνε να μην έχει τέλος και πέρα από το ασυνήθιστα ψηλό χορτάρι, δεν υπήρχε το παραμικρό άλλο φυτό ή δέντρο. Το μόνο που ξεχώριζε ήταν η μισογκρεμισμένη και μεγαλύτερη από την πρώτη του εντύπωση, γοτθική εκκλησία. Παράλληλα επικρατούσε μία απόλυτη, νεκρική ησυχία. Τίποτα το ζωντανό δεν υπήρχε εκεί, τουλάχιστον όχι κοντά του. Τελικά το τοπίο δεν ήταν και τόσο όμορφο όπως νόμιζε αρχικά, αλλά αντίθετα κάτι ανατριχιαστικό υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Ξεκίνησε να πάει προς τα ερείπια, όταν ξαφνικά και αφού πρόλαβε να κάνει μόλις δύο βήματα, αισθάνθηκε τη γη να τρέμει. Αυτό κράτησε για λίγες στιγμές. Σαν κάτι να ήθελε να τον προϊδεάσει για τη συνέχεια. Μπήκε μέσα στην εκκλησία και πρόσεξε πως το καταπράσινο χορτάρι συνέχιζε και σ' αυτήν. Παρατήρησε το χώρο και είδε πως μόνο οι τοίχοι είχαν απομείνει και τίποτε άλλο, ούτε καν η στέγη. Το μόνο παράταιρο στο όλο σκηνικό ήταν ένα μεγάλο και επιβλητικό δέντρο στο κέντρο της εκκλησίας, γεμάτο με μικρά ολόλευκα λουλούδια. Ξαφνικά η γη άρχισε και πάλι να σείεται ελαφρώς. Τότε, απροειδοποίητα, ο ήχος μιας σάλπιγγας ακούστηκε από ψηλά, κάτι που τον έκανε να σηκώσει το βλέμμα του προς τον ουρανό. Ο ήλιος που φαινόταν μέχρι πριν από λίγο ανάμεσα στις νεφώσεις, είχε κρυφτεί πίσω από απειλητικά πυκνά μαύρα σύννεφα. Όλα σκοτείνιασαν. Ο ήχος της σάλπιγγας τον ενοχλούσε, του έφερε μία περίεργη ζαλάδα. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του, ελπίζοντας όλο αυτό να περάσει γρήγορα και στηρίχτηκε με το δεξί του χέρι πάνω στο κορμό του δέντρου. Πρόσεξε όμως πως αυτό δεν ήταν όπως όταν πρωτομπήκε στην εκκλησία. Ένα-ένα τα μικρά του λευκά λουλούδια άρχισαν να πέφτουν στο έδαφος. Το ίδιο το δέντρο, αν και αρχικά του είχε φανεί πως ήταν μεγαλοπρεπές και υγιέστατο, τώρα έδειχνε παλιό, σαν άρρωστο από χρόνια. Ο ήχος της σάλπιγγας σταμάτησε το ίδιο απότομα, όπως κι όταν ξεκίνησε. Αλλά αυτό δεν ήταν το τέλος. Αυτό μάλιστα σκέφτηκε κι ο ίδιος στο μυαλό του. Ένας εξαιρετικά δυνατός κρότος ακούστηκε από ψηλά και σήκωσε για δεύτερη φορά το βλέμμα του. Σε ένα σημείο τα μαύρα σύννεφα είχαν αρχίσει να αποκτούν το πυρόξανθο χρώμα της φωτιάς. Άπειρες εκρήξεις συνέβαιναν μονομιάς πάνω από αυτά, μέσα σε αυτά. Μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα μία πύρινη δέσμη ξεπήδησε από μέσα τους και ένωσε τον ουρανό με τη γη. Χωρίς να προλάβει να αντιδράσει, έγινε ένα με τη φωτιά, αφού αυτός ήταν ο στόχος της. Άρχισε να ουρλιάζει από τον αφόρητο πόνο, καθώς οι θεϊκής προέλευσης φλόγες τον τύλιξαν. Παρακαλούσε να πεθάνει για να γλιτώσει από αυτό το μαρτύριο, όταν διαπίστωσε ότι μπορεί να ένιωθε ότι καίγεται, αλλά η φωτιά ήταν σαν να μην τον άγγιζε. Η περίτεχνη ασημένια πανοπλία του δεν είχε υποστεί την παραμικρή ζημιά και μπορεί να ένιωθε τον πόνο, το κάψιμο και την απίστευτη θερμότητα, αλλά η σάρκα του δεν έλιωνε. Όλα έμοιαζαν να είναι στο μυαλό του, αλλά ταυτόχρονα να είναι και αληθινά. Κατάλαβε πως όλο αυτό δεν είχε σκοπό να τον σκοτώσει και περίμενε υπομονετικά τη μοίρα του, με την οδύνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Είχε πλέον πέσει στα γόνατά του, όταν τα λευκά του φτερά άρχισαν το καθένα ξεχωριστά να μετατρέπονται σε μαύρα. Τα ξανθά του μαλλιά ως δια μαγείας έγιναν καστανά και δύο μικρά, αλλά μυτερά κέρατα αναδύθηκαν από το μέτωπο του. Και τότε όλα σταμάτησαν...Η φωτιά, οι εκρήξεις από τον ουρανό, ο απίστευτος πόνος, η μεταμόρφωσή του. Σηκώθηκε με δυσκολία, περιεργάστηκε διστακτικά με τις άκρες των δακτύλων του τα κέρατα και φέρνοντας μπροστά το ένα του φτερό διαπίστωσε την αλλαγή στο χρώμα. Νιώθοντας μία πρωτόγνωρη αποστροφή για το κτίσμα μέσα στο οποίο βρισκόταν, προχώρησε προς την έξοδο της εκκλησίας. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του, καθώς για πρώτη φορά αμφέβαλλε για το αν διάλεξε σωστά. Αυτή του όμως η αμφιβολία δε θα κρατούσε για πολύ, θα τη διέλυε η τελευταία πράξη, για την οποία κανένας δε θα μπορούσε να τον έχει προετοιμάσει.

Βγήκε από το ναό και με αργά βήματα απομακρύνθηκε από αυτόν. Το χορτάρι δεν ήταν πια πράσινο, αλλά ξερό, σαν από καιρό. Σαστισμένος απ' ό,τι του είχε συμβεί μέχρι τώρα, δεν πρόσεξε πως το κάθε του βήμα άφηνε πίσω του ένα πύρινο αποτύπωμα. Και τότε ήχησε ένα δεύτερο και τελευταίο θεϊκό σάλπισμα. Τα σύννεφα άρχισαν να παρουσιάζουν πολλά και μικρά κυκλικά ανοίγματα, που άφηναν τις ακτίνες του ήλιου να περάσουν και να αγγίξουν τη ξεραμένη πλέον γη. Δεν άφησαν όμως μόνο το φως να περάσει. Σχεδόν ταυτόχρονα, ανδρικά σώματα, εξουθενωμένα, ματωμένα, φτερωτά, άρχισαν να πέφτουν με ταχύτητα προς τον ίδιο, μέσα από τις ουράνιες πύλες. Στην αρχή δε συνειδητοποίησε ποιοι ήταν, όμως όταν είδε καλύτερα αμέσως το κατάλαβε. Ήταν οι άντρες του, οι άγγελοι που τον ακολούθησαν στη μάχη και έχασαν μαζί του τον πόλεμο. Φοβήθηκε πως και αυτοί θα είχαν τη δική του τύχη. Έκανε όμως λάθος. Αυτό που τους περίμενε ήταν πολύ πιο τρομακτικό. Καθώς έπεφταν, άρπαζαν φωτιά, σα να το προκαλούσαν οι ίδιοι από μέσα τους, από τα βάθη της ύπαρξής τους. Όμως η φωτιά αυτή δεν άλλαξε απλώς μερικά χαρακτηριστικά τους. Τους έπλασε από την αρχή, δίνοντάς τους όψη φρικιαστική, δαιμονική. Μακριά άκρα, γαμψά νύχια, γυμνά φτερά σα νυχτερίδας, κόκκινα μάτια, αιχμηρά δόντια και ένα πρόσωπο βγαλμένο από εφιάλτη. Ένας-ένας σωριάζονταν στο έδαφος, έχοντας χάσει κάθε τι το αγγελικό. Το μόνο που άκουγε ήταν οι κραυγές τους, καθώς ολοκληρωνόταν και η δική τους μεταμόρφωση. Όταν η πτώση τους τελείωσε και οι φωνές τους εξαντλήθηκαν, άρχισαν να έρχονται προς το μέρος του. Τον περικύκλωσαν, φλεγόμενοι, αμίλητοι, με μία σιγουριά στα απόκοσμα πρόσωπά τους και γονάτισαν μπροστά του. Τον είχαν ακολουθήσει στον παράδεισο. Δεν είχαν σκοπό να κάνουν τώρα κάτι διαφορετικό.

Η γη σείστηκε δυνατά για μία ακόμα φορά, όμως τώρα το έδαφος άνοιξε στα δύο και ό,τι είχε απομείνει από την εκκλησία χάθηκε μέσα του. Αυτοί όμως στέκονταν ακόμη ακίνητοι, ακλόνητοι, δίπλα του. Αυτός ο σεισμός ήταν δικό τους δημιούργημα. Παντού ξεπήδησαν γλώσσες φωτιάς. Όλα παραδόθηκαν στη δύναμή της, στη μανία της. Ο ουρανός κοκκίνισε και θα έμενε έτσι για πάντα, να αντανακλά τη φωτιά, στην οποία οι δαίμονες πριν από λίγο είχαν βαφτιστεί.

Η κόλαση μόλις είχε γεννηθεί και ο Λούσιφερ είχε στεφθεί ο μοναδικός βασιλιάς της...