Ιστορίες Ζωής & Φαντασίας
του Σοφοκλή Μαργαρίτη

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Το Ξύπνημα

Σκοτάδι...παντού σκοτάδι και αυτός ήταν κάπου ξαπλωμένος ανάσκελα. Δεν έβλεπε απολύτως τίποτε. Πήγε να απλώσει το δεξί χέρι, αλλά δε πρόλαβε να το ανυψώσει ιδιαίτερα, όταν κτύπησε σε μια ξύλινη επιφάνεια. Αμέσως πανικοβλήθηκε. Ψηλάφησε με αγωνία με τα δυο του χέρια γύρω του. Ξύλινες, ξεφτισμένες σανίδες υπήρχαν σε απόσταση αναπνοής. Κούνησε τα πόδια του...το ίδιο. Συνειδητοποίησε πως ήταν κλεισμένος σε ένα πρόχειρα φτιαγμένο ξύλινο κουτί. Η λέξη φέρετρο ταίριαζε στη περίσταση, αλλά δεν ήθελε ούτε να τη σκεφτεί. Τον τρόμαζε ακόμη περισσότερο. Με μάτια βουρκωμένα φώναξε "βοήθεια"...ξανά και ξανά. Μάταια όμως. Ένιωσε τον αέρα να μη του φτάνει, άρχισε με μανία να σπρώχνει προς τα πάνω αυτό που πίστευε πως ήταν η πόρτα της φυλακής του και χωρίς δυσκολία αυτή υπάκουσε, ανασηκώθηκε ελαφρώς. Τότε μικρή ποσότητα χώματος πέρασε μέσα από τις χαραμάδες, ανάμεσα στις σανίδες. Το χώμα έπεσε στα μάτια του, στο στόμα του, παντού. Ο τρόμος μεταμορφώθηκε. Έγινε αηδία, οργή. Έσπρωξε με όλη του τη δύναμη και το καπάκι άνοιξε, διώχνοντας το λιγοστό χώμα που το κάλυπτε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και αισθάνθηκε για πρώτη φορά από την ώρα που ξύπνησε ανακουφισμένος. Κοίταξε ίσια, ψηλά. Αυτό που πρωτοαντίκρισε ήταν η πανσέληνος, μισοκρυμμένη πίσω από άφθονα γυμνά κλαδιά. Άπλωσε το αριστερό του χέρι στο πλάι, έξω από τον τάφο. Ένιωσε κάτι σχετικά κρύο, υγρό. Ήταν χιόνι. Στηρίχθηκε και σηκώθηκε. Ήταν, ποιος ξέρει για πόσο, θαμμένος σε βάθος 15 εκατοστών μέσα στο χώμα. Με το βλέμμα του έψαξε βιαστικά ολόγυρά του για κάτι γνώριμο. Το μικρό δάσος στο οποίο βρισκόταν δε του θύμιζε το παραμικρό. Αναρωτήθηκε πως βρέθηκε εκεί, ποιος τον έθαψε ζωντανό και γιατί. Δε θυμόταν όμως το οτιδήποτε που θα του έδινε απαντήσεις. Ξεκίνησε να περπατά. Ήθελε να βγει από το δάσος και προχώρησε προς κάτι που έμοιαζε με αυτοκινητόδρομο.

Διέσχισε απρόσεχτα τον παγωμένο δρόμο, σχεδόν παραπατώντας. Ένας οδηγός, κουρασμένος από την πολύωρη οδήγηση, είδε το νεαρό άντρα την τελευταία στιγμή και πάτησε απότομα το φρένο. Ευτυχώς το όχημα σταμάτησε εγκαίρως. Άνοιξε την πόρτα, πετάχτηκε εμφανώς ταραγμένος από τη θέση του και τον πλησίασε. Είδε τον Σεμπάστιαν, ναι...αυτό ήταν το όνομά του και του είπε διστακτικά...

"Είστε καλά; Φαίνεται πως χρειάζεστε βοήθεια!"

Ο Σεμπάστιαν στάθηκε ακίνητος, φανερά χαμένος σε ένα δικό του κόσμο. Το πρόσωπό του ήταν λουσμένο στο αίμα. Τα ρούχα του ήταν σκισμένα σε αρκετά σημεία, λερωμένα από μουσκεμένο χώμα. Το κρύο, ο χειμώνας που τις τελευταίες μέρες αποκάλυψε για τα καλά τη δύναμή του στις βόρειες πολιτείες της Αμερικής, έδειχνε να μην αγγίζει τον έντονα ταλαιπωρημένο άντρα. Σήκωσε το κεφάλι του, κοιτάζοντας επίμονα τον οδηγό, χωρίς να πει λέξη. Ξαφνικά ένιωσε κάτι που δε μπορούσε να κατανοήσει, να ελέγξει. Τα γαλανά του μάτια έγιναν κατακόκκινα. Οι κυνόδοντές του μεγάλωσαν και μια απίστευτη δίψα τον έκανε να ορμήσει στον άτυχο μεσήλικα άντρα. Τον άρπαξε από τους ώμους και αστραπιαία βύθισε τα δόντια του στο λαιμό του. Άφησε το άψυχο σώμα να σωριαστεί στην άσφαλτο και σκουπίζοντας το αίμα από το πηγούνι του, υποψιάστηκε την αλήθεια.

...Ένας βρικόλακας μόλις είχε γεννηθεί...

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Τα Σαββατοκύριακα Γίνεσαι Ολόκληρος...

Κάθε μέρα ξυπνάς με διάθεση ανύπαρκτη. Ανοίγεις νυσταγμένος και με κόπο τα μάτια σου. Σηκώνεσαι με δυσκολία από το κρεβάτι. Δε λες καλημέρα στους δικούς σου. Περιορίζεσαι στο να κουνήσεις ελαφρώς το κεφάλι. Τρως κάτι βιαστικά και φεύγεις για τη δουλειά. Βάζεις ακουστικά στα αυτιά. Δε θες να ακούς κανέναν. Φτάνεις στο τόπο της εργασίας σου. Χαιρετάς μάλλον τυπικά τα άτομα στο εργασιακό σου περιβάλλον, κάνεις τη δουλειά σου τελείως μηχανικά και επιστρέφεις στο σπίτι. Κάθεσαι στο τραπέζι μαζί με τους δικούς σου για το μεσημεριανό. Απαντάς μονολεκτικά στις ερωτήσεις τους. Τελειώνεις το φαγητό σου όσο πιο σύντομα μπορείς και κλείνεσαι στο δωμάτιό σου. Περνάς τον ελεύθερο χρόνο σου χαμένος μέσα στις μουσικές σου και στις ταινίες σου. Που και που το τηλέφωνο κτυπά και ένα χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό σου. Και όλο αυτό γίνεται για πέντε συνεχόμενες μέρες.

Ξημερώνει Σαββάτο! Ξυπνάς μέσα στα χαμόγελα! Ετοιμάζεσαι μέσα στη χαρά, δίνεις ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο της μητέρας σου και ξεκινάς για τη δουλειά! Το χαμόγελο παραμένει εκεί, ζωγραφισμένο στο πρόσωπό σου! Μόνιμο, να δείχνει προσμονή! Φτάνει το μεσημέρι. Χαιρετάς εγκάρδια. Μοιράζεις απλόχερα τις ευχές για καλό Σαββατοκύριακο δεξιά και αριστερά και κατευθύνεσαι προς τα ΚΤΕΛ! Το λεωφορείο ξεκινά! Βυθίζεσαι στο κάθισμα, με τα μάτια καρφωμένα στο τοπίο έξω. Στα αυτιά έχεις πάντοτε την αγαπημένη σου μουσική. Μετά από δύο ώρες έχεις πια φτάσει στο προορισμό σου. Κατεβαίνεις γρήγορα. Βρίσκεσαι στη Θεσσαλονίκη! Το νιώθεις στον αέρα με τη κάθε σου ανάσα! Ψάχνεις με το βλέμμα σου και σύντομα η αναζήτησή σου σταματά. Ο άνθρωπός σου είναι εκεί και σε περιμένει. Πιάνεστε απ' το χέρι και χάνεστε μέσα στο πλήθος. Η καρδιά σου μόλις έγινε ολόκληρη και άρχισε και πάλι να κτυπά...για δύο μέρες τουλάχιστον...


* Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά και πριν από καιρό στο www.clipartradio.gr