Ιστορίες Ζωής & Φαντασίας
του Σοφοκλή Μαργαρίτη

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

Η Πτώση

Έπεφτε...έπεφτε για πολύ ώρα με ταχύτητα στο κενό, χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι γι' αυτό. Είχε φτερά, αλλά αυτή τη φορά του ήταν άχρηστα. Είχε τα μάτια του κλειστά. Όχι από φόβο, όχι από απόγνωση. Αυτή την πτώση την περίμενε, έγινε με δική του επιλογή. Είχε τα μάτια του κλειστά και προσπαθούσε να καταλάβει πώς άφησε τα πράγματα να φτάσουν ως εκεί, πώς επέτρεψε να γίνει ο κακός της υπόθεσης. Ξαφνικά, εκκωφαντικοί ήχοι πλημμύρισαν το μυαλό του. Ήχοι που βγάζουν τα μέταλλα όταν συγκρούονται με μανία μεταξύ τους, τα φτερά όταν ανοιγοκλείνουν απότομα, αλλά και κραυγές πολεμικές. Τότε, οι ήχοι έγιναν εικόνες...βίαιες, σπαρακτικές, μα πάνω απ' όλα αληθινές και όχι δημιουργήματα κάποιας φαντασίας. Αδερφός εναντίον αδερφού...Άγγελος εναντίον αγγέλου. Σπαθιά που ανεβοκατεβαίνουν με ορμή, διαπερνούν περίτεχνες πανοπλίες, κόβουν τη σάρκα. Πύρινα βέλη που σκίζουν τον αέρα, σκορπώντας το θάνατο. Αίμα, φτερά, άψυχα και διαμελισμένα κορμιά, παντού σκορπισμένα πάνω στο χρυσό χορτάρι. Στο χορτάρι των απέραντων λιβαδιών του παραδείσου, που πόλεμο όμοιο με αυτόν δεν είχαν δει ποτέ.

Άνοιξε τα μάτια του. Οι ήχοι σιώπησαν, οι εικόνες εξαφανίστηκαν. Μόνος πια στη σιωπή. Κοίταξε γύρω του. Ολόλευκα σύννεφα παντού και αυτός περνούσε ανάμεσά τους. Η πτώση του φαινόταν να μην έχει τέλος. Μέχρι που κάτι άρχισε να διακρίνει προς τα κάτω. Εστίασε καλύτερα το βλέμμα του, καθώς πλησίαζε περισσότερο και συνειδητοποίησε πως έπεφτε με ορμή προς μια πέτρινη εκκλησία, τοποθετημένη στο κέντρο μιας απέραντης καταπράσινης πεδιάδας. Το τοπίο ήταν μαγευτικό, ήρεμο, πανέμορφο, μα αυτός πανικοβλήθηκε. Χωρίς τον έλεγχο των φτερών του, το μόνο που είχε πια να περιμένει ήταν ο θάνατος. Δεν είχε όμως συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο. Απελπίστηκε, έκρυψε με τα χέρια του το πρόσωπό του, άρχισε να δέχεται τη μοίρα του, άλλωστε αυτός ήταν ο ηττημένος του πολέμου. Τότε ένιωσε να παίρνει και πάλι τον έλεγχο! Ένιωσε ανακούφιση, έστω παροδική. Χωρίς δεύτερη σκέψη άπλωσε τα λευκά, μα ταλαιπωρημένα του φτερά, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή και στάθηκε ακίνητος στον αέρα, λίγα μόλις μέτρα πάνω από το χώμα. Αισθάνθηκε μία περίεργη και ανέλπιστη γαλήνη, την οποία ευχήθηκε να μπορούσε να κρατήσει για πάντα. Δεν ήταν σίγουρος για το τι θα ακολουθούσε, αλλά ήταν βέβαιος πως καθόλου γαλήνιο δεν θα ήταν. Άλλωστε αυτή του η πτώση, ήταν η τιμωρία του. Με πολύ αργές, σχεδόν ανεπαίσθητες κινήσεις, λες και προσπαθούσε να ξεγελάσει το χρόνο, αιωρούμενος πλησίασε προς το έδαφος. Η εμφανώς εγκαταλελειμμένη και ερειπωμένη εκκλησία βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής πια, ακριβώς μπροστά του. Πάτησε στο πρόσφατα βρεγμένο χορτάρι, κατέβασε και δίπλωσε τα φτερά του και αφού πήρε μία βαθιά ανάσα, σκέφτηκε τις τελευταίες λέξεις που του απηύθυνε ο ουράνιος πατέρας του..."Θάνατος ή αιώνια εξορία. Δική σου η επιλογή."...

..."και τώρα τι;"

...Ψέλλισε και κοίταξε γύρω του. Η επίπεδη πεδιάδα έδειχνε να μην έχει τέλος και πέρα από το ασυνήθιστα ψηλό χορτάρι, δεν υπήρχε το παραμικρό άλλο φυτό ή δέντρο. Το μόνο που ξεχώριζε ήταν η μισογκρεμισμένη και μεγαλύτερη από την πρώτη του εντύπωση, γοτθική εκκλησία. Παράλληλα επικρατούσε μία απόλυτη, νεκρική ησυχία. Τίποτα το ζωντανό δεν υπήρχε εκεί, τουλάχιστον όχι κοντά του. Τελικά το τοπίο δεν ήταν και τόσο όμορφο όπως νόμιζε αρχικά, αλλά αντίθετα κάτι ανατριχιαστικό υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Ξεκίνησε να πάει προς τα ερείπια, όταν ξαφνικά και αφού πρόλαβε να κάνει μόλις δύο βήματα, αισθάνθηκε τη γη να τρέμει. Αυτό κράτησε για λίγες στιγμές. Σαν κάτι να ήθελε να τον προϊδεάσει για τη συνέχεια. Μπήκε μέσα στην εκκλησία και πρόσεξε πως το καταπράσινο χορτάρι συνέχιζε και σ' αυτήν. Παρατήρησε το χώρο και είδε πως μόνο οι τοίχοι είχαν απομείνει και τίποτε άλλο, ούτε καν η στέγη. Το μόνο παράταιρο στο όλο σκηνικό ήταν ένα μεγάλο και επιβλητικό δέντρο στο κέντρο της εκκλησίας, γεμάτο με μικρά ολόλευκα λουλούδια. Ξαφνικά η γη άρχισε και πάλι να σείεται ελαφρώς. Τότε, απροειδοποίητα, ο ήχος μιας σάλπιγγας ακούστηκε από ψηλά, κάτι που τον έκανε να σηκώσει το βλέμμα του προς τον ουρανό. Ο ήλιος που φαινόταν μέχρι πριν από λίγο ανάμεσα στις νεφώσεις, είχε κρυφτεί πίσω από απειλητικά πυκνά μαύρα σύννεφα. Όλα σκοτείνιασαν. Ο ήχος της σάλπιγγας τον ενοχλούσε, του έφερε μία περίεργη ζαλάδα. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του, ελπίζοντας όλο αυτό να περάσει γρήγορα και στηρίχτηκε με το δεξί του χέρι πάνω στο κορμό του δέντρου. Πρόσεξε όμως πως αυτό δεν ήταν όπως όταν πρωτομπήκε στην εκκλησία. Ένα-ένα τα μικρά του λευκά λουλούδια άρχισαν να πέφτουν στο έδαφος. Το ίδιο το δέντρο, αν και αρχικά του είχε φανεί πως ήταν μεγαλοπρεπές και υγιέστατο, τώρα έδειχνε παλιό, σαν άρρωστο από χρόνια. Ο ήχος της σάλπιγγας σταμάτησε το ίδιο απότομα, όπως κι όταν ξεκίνησε. Αλλά αυτό δεν ήταν το τέλος. Αυτό μάλιστα σκέφτηκε κι ο ίδιος στο μυαλό του. Ένας εξαιρετικά δυνατός κρότος ακούστηκε από ψηλά και σήκωσε για δεύτερη φορά το βλέμμα του. Σε ένα σημείο τα μαύρα σύννεφα είχαν αρχίσει να αποκτούν το πυρόξανθο χρώμα της φωτιάς. Άπειρες εκρήξεις συνέβαιναν μονομιάς πάνω από αυτά, μέσα σε αυτά. Μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα μία πύρινη δέσμη ξεπήδησε από μέσα τους και ένωσε τον ουρανό με τη γη. Χωρίς να προλάβει να αντιδράσει, έγινε ένα με τη φωτιά, αφού αυτός ήταν ο στόχος της. Άρχισε να ουρλιάζει από τον αφόρητο πόνο, καθώς οι θεϊκής προέλευσης φλόγες τον τύλιξαν. Παρακαλούσε να πεθάνει για να γλιτώσει από αυτό το μαρτύριο, όταν διαπίστωσε ότι μπορεί να ένιωθε ότι καίγεται, αλλά η φωτιά ήταν σαν να μην τον άγγιζε. Η περίτεχνη ασημένια πανοπλία του δεν είχε υποστεί την παραμικρή ζημιά και μπορεί να ένιωθε τον πόνο, το κάψιμο και την απίστευτη θερμότητα, αλλά η σάρκα του δεν έλιωνε. Όλα έμοιαζαν να είναι στο μυαλό του, αλλά ταυτόχρονα να είναι και αληθινά. Κατάλαβε πως όλο αυτό δεν είχε σκοπό να τον σκοτώσει και περίμενε υπομονετικά τη μοίρα του, με την οδύνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Είχε πλέον πέσει στα γόνατά του, όταν τα λευκά του φτερά άρχισαν το καθένα ξεχωριστά να μετατρέπονται σε μαύρα. Τα ξανθά του μαλλιά ως δια μαγείας έγιναν καστανά και δύο μικρά, αλλά μυτερά κέρατα αναδύθηκαν από το μέτωπο του. Και τότε όλα σταμάτησαν...Η φωτιά, οι εκρήξεις από τον ουρανό, ο απίστευτος πόνος, η μεταμόρφωσή του. Σηκώθηκε με δυσκολία, περιεργάστηκε διστακτικά με τις άκρες των δακτύλων του τα κέρατα και φέρνοντας μπροστά το ένα του φτερό διαπίστωσε την αλλαγή στο χρώμα. Νιώθοντας μία πρωτόγνωρη αποστροφή για το κτίσμα μέσα στο οποίο βρισκόταν, προχώρησε προς την έξοδο της εκκλησίας. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του, καθώς για πρώτη φορά αμφέβαλλε για το αν διάλεξε σωστά. Αυτή του όμως η αμφιβολία δε θα κρατούσε για πολύ, θα τη διέλυε η τελευταία πράξη, για την οποία κανένας δε θα μπορούσε να τον έχει προετοιμάσει.

Βγήκε από το ναό και με αργά βήματα απομακρύνθηκε από αυτόν. Το χορτάρι δεν ήταν πια πράσινο, αλλά ξερό, σαν από καιρό. Σαστισμένος απ' ό,τι του είχε συμβεί μέχρι τώρα, δεν πρόσεξε πως το κάθε του βήμα άφηνε πίσω του ένα πύρινο αποτύπωμα. Και τότε ήχησε ένα δεύτερο και τελευταίο θεϊκό σάλπισμα. Τα σύννεφα άρχισαν να παρουσιάζουν πολλά και μικρά κυκλικά ανοίγματα, που άφηναν τις ακτίνες του ήλιου να περάσουν και να αγγίξουν τη ξεραμένη πλέον γη. Δεν άφησαν όμως μόνο το φως να περάσει. Σχεδόν ταυτόχρονα, ανδρικά σώματα, εξουθενωμένα, ματωμένα, φτερωτά, άρχισαν να πέφτουν με ταχύτητα προς τον ίδιο, μέσα από τις ουράνιες πύλες. Στην αρχή δε συνειδητοποίησε ποιοι ήταν, όμως όταν είδε καλύτερα αμέσως το κατάλαβε. Ήταν οι άντρες του, οι άγγελοι που τον ακολούθησαν στη μάχη και έχασαν μαζί του τον πόλεμο. Φοβήθηκε πως και αυτοί θα είχαν τη δική του τύχη. Έκανε όμως λάθος. Αυτό που τους περίμενε ήταν πολύ πιο τρομακτικό. Καθώς έπεφταν, άρπαζαν φωτιά, σα να το προκαλούσαν οι ίδιοι από μέσα τους, από τα βάθη της ύπαρξής τους. Όμως η φωτιά αυτή δεν άλλαξε απλώς μερικά χαρακτηριστικά τους. Τους έπλασε από την αρχή, δίνοντάς τους όψη φρικιαστική, δαιμονική. Μακριά άκρα, γαμψά νύχια, γυμνά φτερά σα νυχτερίδας, κόκκινα μάτια, αιχμηρά δόντια και ένα πρόσωπο βγαλμένο από εφιάλτη. Ένας-ένας σωριάζονταν στο έδαφος, έχοντας χάσει κάθε τι το αγγελικό. Το μόνο που άκουγε ήταν οι κραυγές τους, καθώς ολοκληρωνόταν και η δική τους μεταμόρφωση. Όταν η πτώση τους τελείωσε και οι φωνές τους εξαντλήθηκαν, άρχισαν να έρχονται προς το μέρος του. Τον περικύκλωσαν, φλεγόμενοι, αμίλητοι, με μία σιγουριά στα απόκοσμα πρόσωπά τους και γονάτισαν μπροστά του. Τον είχαν ακολουθήσει στον παράδεισο. Δεν είχαν σκοπό να κάνουν τώρα κάτι διαφορετικό.

Η γη σείστηκε δυνατά για μία ακόμα φορά, όμως τώρα το έδαφος άνοιξε στα δύο και ό,τι είχε απομείνει από την εκκλησία χάθηκε μέσα του. Αυτοί όμως στέκονταν ακόμη ακίνητοι, ακλόνητοι, δίπλα του. Αυτός ο σεισμός ήταν δικό τους δημιούργημα. Παντού ξεπήδησαν γλώσσες φωτιάς. Όλα παραδόθηκαν στη δύναμή της, στη μανία της. Ο ουρανός κοκκίνισε και θα έμενε έτσι για πάντα, να αντανακλά τη φωτιά, στην οποία οι δαίμονες πριν από λίγο είχαν βαφτιστεί.

Η κόλαση μόλις είχε γεννηθεί και ο Λούσιφερ είχε στεφθεί ο μοναδικός βασιλιάς της...

22 σχόλια:

  1. Σοφοκλή, αγαπητέ φίλε,
    καλώς ορίζω την επιστροφή σου στη γειτονιά των μπλογκς με ένα υπέροχο διήγημα. Μπράβο φίλε! Το λέω απ την καρδιά μου. Τίποτα στην αρχή δεν δείχνει την εξέλιξή του. Οι εικόνες και οι περιγραφές σου είναι εκπληκτικές και η κατάληξη επιβλητική.
    Ειλικρινά το χάρηκα και δείχνει τις δυνατότητές σου.
    Μην μας λείπεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γιάννη μου, να σαι καλά!
      Τον τελευταίο καιρό με έπιασα πολλές φορές να σκέφτομαι τα παλιά μου γραπτά και τις ιστορίες. Άρχισα να διαβάζω τι είχα γράψει και τι ιδέες είχα αφήσει στην άκρη...Χαίρομαι πολύ με τα λόγια σου! Η αλήθεια είναι πως όλα στο μυαλό μου πρώτα είναι εικόνες και μετά γίνονται λέξεις...
      Καλώς σας βρήκα και πάλι λοιπόν και θα επιστρέψω...το προσχέδιο για ένα ακόμα διήγημα το έχω έτοιμο 🙂

      Διαγραφή
  2. Χίλια μπράβο Σοφοκλή.... υπέροχο συναίσθημα... 🤗☺️

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Χαίρομαι Σοφοκλή που διάβασε το έργο σου αυτό. Χαίρομαι που σε βλέπω εδώ καλά μια και σε χάσαμε τελευταία. Υπέροχο γραπτό. Ο έκπτωτος άγγελος που επαναστάτησε στον παράδεισο πήρε το δρόμο της κόλασης. Τι όμορφα, παραστατικά το δίνεις!!! Μπράβο σου
    Ζωντανές εικόνες, δυνατές περιγραφές ένα διήγημα που λάμπει.
    Καλό μήνα Σοφοκλή
    ΥΓ Η Μάγια τι κάνει;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε!! Το είχα ξεκινήσει πριν καιρό και το είχα αφήσει κάπου εκεί στην αρχή του...ε ήρθε η στιγμή και ασχολήθηκα μαζί του! Εικόνες μου έρχονται στο μυαλό και έτσι ξεκινάω και γράφω πάντα! Σε ευχαριστώ πολύ!! Η Μάγια καλά είναι, η καλύτερη συντροφιά!! Καλό μήνα με υγεία εύχομαι 🌹

      Διαγραφή
  4. Το πιο ενδιαφέρον διήγημα που διάβασα ποτέ! 😃😁

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Χάρηκα που επέστρεψες Σοφοκλή.Υπέροχο το διήγημά σου με εικόνες που με ταξίδεψαν.
    Να είσαι πάντα καλά και καλή συνέχεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαρία να σαι καλά!! Χαίρομαι πραγματικά που είμαι εδώ.
      Καλή συνέχεια να έχουμε όλοι μας και υπομονή 🌹

      Διαγραφή
  6. Σοφοκλή μου συγχαρητήρια !!!
    Χαίρομαι πολύ με την επιστροφή σου στην όμορφη διαδικτυακή μας παρέα με ένα τόσο υπέροχο κείμενο που μας θύμισε τα παλιά σου ωραία γραπτά κείμενα και ιστορίες. Εύχομαι από καρδιάς καλή συνέχεια και πολλά φιλιά στην αξιολάτρευτη Μάγια !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Στέλιο μου σε ευχαριστώ πολύ 🌹
      Χαίρομαι που σου άρεσε! Εδώ και καιρό διάφορες ιδέες τριγυρίζουν στο μυαλό μου και μου ήρθε έντονη η διάθεση να κάτσω να τις γράψω...Να σαι καλά!...και θα τα δώσω τα φιλιά οπωσδήποτε 🤗😊🐶

      Διαγραφή