Ιστορίες Ζωής & Φαντασίας
του Σοφοκλή Μαργαρίτη

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Στέλλα

Άνοιξε τα μάτια της. Μικρές αχτίδες φωτός έπεφταν επάνω τους και αμέσως κατάλαβε πως είχε ξημερώσει. Σηκώθηκε από το μονό της κρεβάτι και πήγε στην κουζίνα. Ετοίμασε τον καφέ της, πάντα μέτριο ελληνικό και κρατώντας το φλιτζάνι στα χέρια της τράβηξε στην άκρη τη λευκή, γεμάτη δαντέλα κουρτίνα. Αμέσως μπροστά της έκανε την εμφάνισή της η Καβάλα που ξυπνούσε μαζί της. Το βλέμμα της χάθηκε στο κάστρο της Παναγίας, στο λιμάνι, στις καμάρες, στον Άγιο Σύλλα. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής της, η Στέλλα, που λίγους μήνες πριν είχε κλείσει τα 65, τα είχε αφιερώσει σχεδόν αποκλειστικά στο μεγάλωμα του εγγονού της και δεν έβγαινε πια συχνά από το διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου. Το να κοιτάζει αυτή την υπέροχη θέα συχνά κατά τη διάρκεια της ημέρας, τη γέμιζε, τη ταξίδευε, θα έλεγε κανείς πως ήταν γι' αυτήν μικρές στιγμές ηδονής και ευχαρίστησης. Σύντομα άκουσε θόρυβο και σκέφτηκε πως ο γιος της είχε ξυπνήσει κι αυτός. Του ετοίμασε πρωινό, του έδωσε ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο και καθώς έφευγε για τη δουλειά, του υποσχέθηκε πως θα περάσει αργότερα από το μαγαζί, να δει τι κάνουνε, αυτός και η κόρη της. Πρόσφατα πολλές αλλαγές είχαν γίνει στη ζωή τους και μια από αυτές, ίσως η πιο ουσιαστική, ήταν η ανακαίνιση του μικρού οικογενειακού μαγαζιού, κάτι που έγινε με πολύ κόπο αλλά και άγχος.

Ήταν Μεγάλη Δευτέρα, η θερμοκρασία βρισκόταν σε ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα για τέλη Απριλίου και λογικά ο κόσμος θα έπρεπε να κάνει την εμφάνισή του μαζικά στους εμπορικούς δρόμους της πόλης. Αυτό τη παρακίνησε να μη μείνει μέσα και να τηρήσει την υπόσχεσή της. Το ρολόι στο ράφι του μαγαζιού έδειχνε 12 όταν ξεπρόβαλε στη πόρτα πιο όμορφη από ποτέ, με τα μοντέρνα της γυαλιά φορεμένα στο χαμογελαστό της πρόσωπο, με τα περιποιημένα και φρεσκοβαμμένα της στο χρώμα του κεχριμπαριού μαλλιά της, με το κατακόκκινο πανωφόρι της ριγμένο στους ώμους της και με ένα βλέμμα όλο προσμονή.

Οι μέρες κύλησαν με πρωτόγνωρη δουλειά για τη μικρή επιχείρηση. Η Μεγάλη Εβδομάδα πέρασε και η ανακούφιση ήταν έκδηλη σε όλους στην οικογένεια, αφού ο κόπος τους, το ρίσκο τους να μπούνε σε έξοδα σε μια τόσο δύσκολη οικονομικά περίοδο έδειχνε να ανταμείβεται. Το καλοκαίρι έφτασε και η Στέλλα το πέρασε κυρίως αγκαλιά με τον μικρό εγγονό της. Σπάνια του χαλούσε χατίρι. Ήταν ο θησαυρός της, τον έβλεπε και τα ξεχνούσε όλα. Είχε κουραστεί τόσο πολύ στη ζωή της. Χήρα με δύο παιδιά στα 39 της και δε το έβαλε κάτω, ούτε τότε, ούτε και τώρα που είχε ένα νέο μωρό να μεγαλώσει, έστω με τη σχετική βοήθεια της εργαζόμενης μητέρας του. Οι μήνες προχώρησαν και έφεραν πολλά, μικρά και μεγάλα. Η Στέλλα ήταν εκεί για όλους, σαν ένας αόρατος συνδετικός κρίκος που τους κρατούσε ενωμένους στα δύσκολα και στα εύκολα, αλλά και στα πιο απλά. Συγκινήθηκε όταν είδε πως ο εγγονός της άνοιξε την καλοκαιρινή γιορτή του παιδικού σταθμού, ως αφηγητής και μάλιστα ντυμένος ναύτης. Γέλασε πονηρά και γεμάτη ικανοποίηση όταν ο μικρός την επέλεξε απ' όλους τους άλλους για να τον πάει για πρώτη φορά στο νηπιαγωγείο την ημέρα του αγιασμού. Στα γενέθλιά του ήταν η πρώτη που έτρεξε να τον φιλήσει και να τον αγκαλιάσει μόλις έσβησε τα πέντε κεράκια της τούρτας του και στη πρώτη κινηματογραφική του έξοδο ένιωσε απίστευτα υπερήφανη με το πόσο ήσυχα ο γλυκός της κάθισε στη σκοτεινή αίθουσα. Η Στέλλα ακόμη και όταν δε το έδειχνε ευθέως, πάντα με τη στάση της εκδήλωνε την υποστήριξή της, το σεβασμό της απέναντι στις επιλογές και επιθυμίες των παιδιών της. Έτσι, ήταν η πρώτη που είπε το ναι στη λαχτάρα του γιου της να κάνει ένα ταξίδι για πρώτη φορά στο εξωτερικό και να λείψει από τη δουλειά. Άλλωστε η Ρώμη ήταν και δικό της, ξεχασμένο πια, όνειρο. Γέλασε όταν τον άκουσε να περιγράφει με τρόμο την ανάβασή του στον τρούλο του Αγίου Πέτρου και εντυπωσιάστηκε βλέποντας τις φωτογραφίες που είχε βγάλει από εκεί ψηλά και που είχαν αποτυπώσει όλη τη μαγευτική θέα της ιταλικής πρωτεύουσας...

Κόντευε να ξημερώσει η τελευταία μέρα του Σεπτέμβρη, όταν άνοιξε απότομα τα μάτια του. Ο εκκωφαντικός θόρυβος ενός κεραυνού που τράβηξε το αλεξικέραυνο του γειτονικού σχολείου τον κατατρόμαξε. Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς και το σκοτάδι διέλυαν οι απανωτές αστραπές. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και φώναξε τη μητέρα του να σηκωθεί ώστε να κατεβάσουν τα στόρια για ασφάλεια. Καθώς έλεγε τις λέξεις ανατρίχιασε και σταμάτησε απότομα, κλείνοντας το στόμα του με τα χέρια του. Έτρεξε στο δωμάτιό της. Το κρεβάτι της ήταν άδειο και τακτοποιημένο. Ήταν έτσι από εκείνη τη Μεγάλη Δευτέρα, από τη στιγμή που βρέθηκε πεσμένη ανάσκελα και αναίσθητη στη μαρμάρινη σκάλα της οικοδομής. Κατέβασε όλα τα στόρια εκτός από αυτό της κουζίνας. Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο με το βλέμμα χαμένο στο άπειρο. Δε πρόσεχε ούτε τη βροχή ούτε τις βροντές και τις αμέτρητες ουράνιες λάμψεις. Το μυαλό του επέστρεψε σ' αυτά που μόλις είχε ονειρευτεί και στο πόσο θα ήθελε να ήταν πραγματικά και όχι αποκύημα της φαντασίας του. Όμως η Στέλλα είχε φύγει από καιρό, στα ξαφνικά και χωρίς αντίο. Δε πρόλαβε να χειροκροτήσει τον εγγονό της στη γιορτή του παιδικού σταθμού, να τον συνοδέψει στη πρώτη του ταινία, να γευτεί μαζί του τη γενέθλια τούρτα του, ούτε να τον πάει για πρώτη φορά στο σχολείο. Δε μοιράστηκε τον ενθουσιασμό του γιου της για τη Ρώμη και δεν ένιωσε το άγχος και την αγωνία της κόρης της για το νέο μαγαζί. Αυτό ήταν που πλήγωνε τον γιο της περισσότερο απ' όλα. Πως από δω και μπρος, ότι όνειρο και να έκανε, ότι στόχο και να έβαζε, δε θα μπορούσε να τη συμπεριλάβει.

Εκείνη τη μέρα δε πήγε στη δουλειά. Περίμενε να σταματήσει λίγο η βροχή και με ένα ταξί πήγε στα νεκροταφεία της Καβάλας. Περπάτησε μέχρι τον ολόλευκο τάφο, άφησε πάνω του ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και τα μάτια του καρφώθηκαν στην ασπρόμαυρη φωτογραφία που ήταν κολλημένη στο μάρμαρο. Ήταν οι γονείς του, που μπορεί να μη πρόλαβαν να γίνουν γέροι, αλλά ήταν και πάλι μαζί...Αυτή η σκέψη ήταν εδώ και μήνες η μοναδική του παρηγοριά...

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Στο Μονοπάτι Της Οργής

Έβαλε το κλειδί στη κλειδαριά της εξώπορτας του διαμερίσματός του και αφού το γύρισε δύο φορές έσπρωξε τη πόρτα προς τα μέσα. Αναστέναξε με ανακούφιση καθώς προχώρησε προς το εσωτερικό του σπιτιού του. Μια δύσκολη, κουραστική και γεμάτη άγχος μέρα μόλις είχε τελειώσει και επιτέλους είχε έρθει η ώρα της χαλάρωσης. Άφησε τα κλειδιά του πάνω σε μια συρταριέρα, έκλεισε τη πόρτα πίσω του, άνοιξε το φως, ακούμπησε τη γεμάτη έγγραφα τσάντα του σε μια δερμάτινη πολυθρόνα που υπήρχε εκεί δίπλα και τότε πρόσεξε πως το παράθυρο στην άκρη του δωματίου ήταν μισάνοιχτο. Με γρήγορα βήματα πήγε προς τα εκεί. Η ανησυχία αμέσως ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Ήταν σίγουρος πως το παράθυρο το είχε κλείσει. Λίγο πριν φτάσει σε αυτό τα φώτα έσβησαν. Έντρομος πήγε να γυρίσει προς τα πίσω, να δει ποιος είναι, όμως δε πρόλαβε. Δύο χέρια του πέρασαν γύρω από τον λαιμό του ένα σχοινί, μια θηλιά που τυλίχθηκε αμέσως ασφυκτικά, καθιστώντας τον ανίκανο να φωνάξει για βοήθεια, να πει το οτιδήποτε. Και τότε τα χέρια τράβηξαν απότομα το χοντρό σχοινί, συνεπώς και τον ίδιο, προς τα πίσω. Το σχοινί όμως δε κατέληγε απευθείας στα χέρια του δράστη. Έφτανε σ' αυτά αφού πρώτα περνούσε πάνω από ένα ξύλινο δοκάρι που διέτρεχε κάθετα το ταβάνι. Ο άγνωστος μάζευε γρήγορα το σχοινί προς το μέρος του με όλη του τη δύναμη και δε σταμάτησε μέχρι που το σώμα του άτυχου άντρα σηκώθηκε στον αέρα. Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια τον κράτησε εκεί, κρεμασμένο στο ημίφως, με τα χέρια του να προσπαθούν απέλπιδα να τον απελευθερώσουν, με τα πόδια του να τινάζονται προς όλες τις κατευθύνσεις και με τα βουρκωμένα κατακόκκινα μάτια του να κοιτάζουν έντρομα προς το σκοτάδι. Περίμενε υπομονετικά έως ότου ήταν βέβαιος πως είχε πια πεθάνει και μετά τον άφησε να σωριαστεί στο πάτωμα. Στάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα από πάνω του, με βλέμμα ψυχρό, καθάρισε με ένα πανί ότι είχε αγγίξει και εγκατέλειψε το διαμέρισμα από το ακόμη ανοιχτό παράθυρο, απ' όπου δηλαδή είχε εισβάλει εξαρχής.

Το επόμενο πρωινό, λίγο μετά τις δέκα, ο Κέιλεμπ, του τμήματος ανθρωποκτονιών της Νέας Υόρκης, έβγαινε από το αυτοκίνητό του και κατευθυνόταν προς τη πολυώροφη οικοδομή επί της οδού Μπάροουζ. Η γυναίκα που πήγε να καθαρίσει το διαμέρισμα του έκτου ορόφου βρήκε το πτώμα του δικαστή Τζορτζ Άλλιστερ πεσμένο στο πάτωμα του σαλονιού, με μια θηλιά στο λαιμό του και αμέσως κάλεσε την αστυνομία. Ο Άλλιστερ ήταν φημισμένος δικαστής και η σχέση του με κύκλους οργανωμένου εγκλήματος ήταν γνωστή στην αστυνομία, ωστόσο τους έλειπαν οι αποδείξεις. Ο Κέιλεμπ ανέβηκε στο διαμέρισμα. Κοίταξε τη σορό του δικαστή, παρατήρησε και τον χώρο γύρο του. Ήξερε από την αρχή πως αυτοκτονία δεν ήταν σε καμία περίπτωση. Ήταν επίσης φανερό πως πάλη δεν έγινε. Όλα ήταν στη θέση τους. Κάποιος απλά τον περίμενε τη προηγούμενη νύχτα να επιστρέψει και τον εκτέλεσε με αυτόν τον τρόπο. Και η σιγουριά του πως αυτό ήταν δολοφονία πήγαζε από το γεγονός ότι ο Άλλιστερ δεν ήταν ο πρώτος. Το τελευταίο μήνα κάποιος έβγαζε από τη μέση άτομα που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνδέονταν με τη μαφία. Ο δικαστής ήταν το έβδομο θύμα σε μια λίστα που περιελάμβανε μεταξύ άλλων έναν έμπορο ναρκωτικών, έναν γιατρό και έναν επαγγελματία δολοφόνο. Όλοι δολοφονήθηκαν με τον ίδιο τρόπο, όλοι βρέθηκαν με μια θηλιά στο λαιμό. Μέχρι στιγμής δε μπορούσαν να βρούνε το παραμικρό που θα τους οδηγούσε σε κάποιον ύποπτο. Αυτό όμως θα άλλαζε εκείνη τη μέρα. Λίγο πριν φύγει από το γεμάτο αστυνομικούς διαμέρισμα τον πλησίασε μια συνεργάτης και με ένα τεράστιο χαμόγελο του είπε πως στο παράθυρο, σε μια άκρη του τζαμιού, βρέθηκε ένα αποτύπωμα. Το πρόσωπο του Κέιλεμπ φωτίστηκε και φώναξε...

"Επιτέλους!"...και συμπλήρωσε σχεδόν αμέσως...

"Θέλω να είμαι ο πρώτος που θα δώσεις αναφορά αν βρεις κάτι, αν γίνει ταυτοποίηση του αποτυπώματος. Πρέπει να δοθεί ένα τέλος σε όλο αυτό, άσχετα με το ποιοι είναι τα θύματα."

Κόντευε μεσημέρι και ο Κέιλεμπ περίμενε με ανυπομονησία κάποιο νέο από τη σήμανση. Το τηλέφωνο στο γραφείο του κτύπησε τελικά και σήκωσε το ακουστικό χωρίς καθυστέρηση...

"Λοιπόν βρήκατε κάτι;"

Μια γυναικεία φωνή αμέσως του απάντησε...

"Έγινε ταυτοποίηση ναι, πρέπει όμως να έρθεις από δω."

Έβαλε το ακουστικό στη θέση του και κατέβηκε στον κάτω όροφο, στο τμήμα της σήμανσης. Η Λίλη ήταν όρθια δίπλα στον υπολογιστή και μόλις τον είδε του είπε διστακτικά.

"Το πρόγραμμα έβγαλε αποτέλεσμα, ένα και μάλιστα πολύ συγκεκριμένο, αλλά μάλλον έχει γίνει κάποιο λάθος. Δε μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς."

Γύρισε την οθόνη προς το μέρος του και του έδειξε τη φωτογραφία του υπόπτου, του ατόμου στο οποίο ανήκε το αποτύπωμα. Ο Κέιλεμπ ψέλλισε..."Δεν είναι δυνατόν!"...και χωρίς να πει κάτι άλλο, χωρίς να τη χαιρετήσει, ούτε καν με κάποιο νόημα, έσκυψε το κεφάλι, πήρε τα πράγματά του από το γραφείο του και έφυγε από το αστυνομικό τμήμα χαμένος στις σκέψεις του.

Μπήκε στο αυτοκίνητό του και άρχισε να οδηγεί. Ο προορισμός του, ένας και μοναδικός, δεν ήταν πολύ μακριά. Ήθελε να πάει κάπου, χωρίς όμως να ξέρει ακριβώς το γιατί, χωρίς να έχει να περιμένει κάτι, πώς θα μπορούσε άλλωστε! Έπρεπε όμως να πάει, οπωσδήποτε μετά από αυτό που είδε στην οθόνη του υπολογιστή. Μετά από περίπου 30 λεπτά έφτασε στην οδό Ντέσμοντ. Πάρκαρε βιαστικά και πρόχειρα και μπήκε σε μια παλιά πολυκατοικία με τον αριθμό 19. Έδειξε στον θυρωρό το σήμα του και του είπε πως θέλει να δει ξανά το διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου. Ο θυρωρός του έδωσε το κλειδί και ο Κέιλεμπ άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες.

Ένα λεπτό μετά στεκόταν μπροστά στην εξώπορτα του διαμερίσματος με τον αριθμό 11 καρφωμένο επάνω της. Ξεκόλλησε την κίτρινη ταινία που απαγόρευε την είσοδο στο διαμέρισμα, ξεκλείδωσε, μπήκε μέσα και έκλεισε τη πόρτα πίσω του. Το διαμέρισμα δε το γνώριζε μόνο από το περιστατικό που συνέβη εκεί. Ναι ήταν ο αστυνομικός που ήρθε και ασχολήθηκε με την υπόθεση. Το σπίτι όμως αυτό το ήξερε καλά. Εκεί μέσα περνούσε αρκετές ώρες ξεκούρασης και ξεγνοιασιάς για πολλά χρόνια. Μέχρι και πριν από δύο μήνες, όταν ξαφνικά έγινε κάτι που άλλαξε τα πάντα. Πήγε δίπλα σε μια βιβλιοθήκη, άπλωσε το χέρι του και έπιασε μια κορνίζα που περιείχε μια οικογενειακή φωτογραφία, όπου έδειχνε δύο μικρά κατάξανθα κορίτσια, τη μητέρα και τον πατέρα τους. Ο τελευταίος ήταν αυτός στον όποιον, σύμφωνα με το αρχείο της αστυνομίας, ανήκε το αποτύπωμα που βρέθηκε στο τζάμι λίγες ώρες πριν. Ήταν όμως και κάτι πολύ περισσότερο για τον Κέιλεμπ. Ήταν ο Χένρι, ο αδελφικός του φίλος.

Άφησε τη κορνίζα στη θέση της, κάθισε σε μια πολυθρόνα, σ' αυτή που συνήθιζε να κάθεται πάντα κατά τη παραμονή του εκεί και έκλεισε τα μάτια του. Τα κράτησε κλειστά για μερικά δευτερόλεπτα και όταν τα άνοιξε είδε σκιές του παρελθόντος να ζωντανεύουν μπροστά του.

Είδε τον εαυτό του να μπαίνει στο δωμάτιο και να αντικρίζει τον φίλο του να κρέμεται από το ταβάνι, νεκρός από ασφυξία, με τη θηλιά περασμένη γύρω από το λαιμό του. Και ύστερα τον είδε να ανεβαίνει σε μια σκάλα για να τον κατεβάσει από εκεί πάνω. Δεν ήθελε να αφήσει κανέναν άλλον να το κάνει αυτό. Ήταν Δευτέρα μεσημέρι, πριν από περίπου δύο μήνες, όταν η γυναίκα του, η Τέιλορ, τον βρήκε σε αυτή τη κατάσταση γυρνώντας στο σπίτι από τη δουλειά της. Η οικογένειά του εγκατέλειψε το σπίτι σχεδόν την επόμενη μέρα. Η γυναίκα του πήρε τις κόρες τους και πήγε στη μητέρα της. Όλοι το θεώρησαν αυτοκτονία. Όλοι, εκτός από τον Κέιλεμπ. Ο Χένρι δεν είχε λόγο για να αφαιρέσει τη ζωή του κι ας έδειχναν όλα προς αυτή τη κατεύθυνση. Ήταν υπέρ ευχαριστημένος με την υπέροχη οικογένεια που είχε δημιουργήσει και στην εργασία του, στην εφημερίδα όπου δούλευε τα τελευταία τέσσερα χρόνια, είχε συνεχώς ανοδική πορεία. Ύστερα ξεκίνησαν οι δολοφονίες, με τελευταία αυτή του δικαστή, για να του ενισχύσει αυτή τη πεποίθηση αλλά και να τον προβληματίσει, μιας και ήταν απόλυτα σίγουρος πως ο Χένρι δεν είχε καμία σχέση με άτομα του υποκόσμου. Και εκείνο το πρωινό έκανε εμφάνιση το αποτύπωμά του σε έναν χώρο που δε θα έπρεπε, κάτι που τον μπέρδεψε ακόμη περισσότερο.

Σηκώθηκε από τη πολυθρόνα. Το μυαλό του δε μπορούσε να τα επεξεργαστεί όλα αυτά. Δε μπορούσε να τα συνδυάσει με κάποιον λογικό τουλάχιστον τρόπο. Προχώρησε προς την έξοδο όταν ξαφνικά τα φώτα άναψαν. Τρεμόπαιξαν για μια στιγμή και την ώρα που έσβησαν ένα κρύο ρεύμα αέρα τον διαπέρασε. Τότε ένα χέρι έπιασε τον αριστερό του ώμο. Ο Κέιλεμπ χλόμιασε μονομιάς και τραβώντας το όπλο του από τη θήκη που φορούσε στη μέση του γύρισε απότομα προς τα πίσω, σημαδεύοντας αυτόν που υπήρχε εκεί.

"Μείνε ακίνητος και σήκωσε τα χέρια σου ψηλά, αλλιώς θα πυροβολήσω χωρίς δισταγμό."

"Δεν έπρεπε να έρθεις εδώ!"...ακούστηκε μια ανδρική φωνή να λέει.

"Χένρι;"...είπε ο Κέιλεμπ γεμάτος έκπληξη και συνέχισε..."Είσαι εσύ; Πως είναι δυνατόν;"

"Εγώ είμαι, ηρέμησε και πάψε να με σημαδεύεις, δε πρόκειται να σου κάνω κακό, εσένα ποτέ."

"Δε μπορώ να καταλάβω, πως γίνεται να στέκεσαι εδώ μπροστά μου; Πέθανες, ήρθα στη κηδεία σου...!"...είπε ο Κέιλεμπ καθώς επέστρεφε στη πολυθρόνα. Τα πόδια του δε τον κρατούσαν.

"Τίποτε δεν άλλαξε φίλε μου. Είμαι νεκρός. Εκείνη τη Δευτέρα έμεινα στο σπίτι για να ολοκληρώσω ένα άρθρο, ένα κείμενο στο οποίο θα αποκάλυπτα ονόματα κάποιων συμπολιτών μας που υπόγεια εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της μαφίας. Ήταν έρευνα μηνών για μένα. Με πρόλαβαν όμως. Άκουσα έναν θόρυβο, μπήκα στο δωμάτιο και είδα το παράθυρο ανοιχτό και δύο μαυροντυμένους άντρες να στέκονται μπροστά μου. Δε κατάφερα να αντιδράσω. Τη συνέχεια τη ξέρεις...την είδες από κοντά."

"Τι μου λες τώρα; Τι είσαι;"...φώναξε ο Κέιλεμπ και ο Χένρι απάντησε...

"Δύο μέρες μετά, απλά βρέθηκα εδώ. Χωρίς προειδοποίηση, χωρίς τίποτε. Απλά συνέβη. Αν θες να με πεις φάντασμα, κανε το, εγώ δε χρειάστηκε να μπω στη διαδικασία να το εξηγήσω. Προφανώς ο λόγος που έγινε αυτό ήταν ένας. Εκδίκηση. Και είπα να μη μείνω μόνο στο να αποκαλύψω ονόματα, αλλά να προχωρήσω ένα βήμα παρακάτω."

"Θες να πεις πως εσύ βρίσκεσαι πίσω από όλες αυτές τις δολοφονίες το τελευταίο μήνα;"

"Ναι και δε μπορείς να κάνεις κάτι γι' αυτό. Δεν υπάρχει περίπτωση να με εμποδίσεις. Και να το θες, δε μπορείς. Είμαι ήδη νεκρός άλλωστε."

"Δε ξέρω τι να πω. Τα θύματα είναι σίγουρα ότι χειρότερο γι' αυτή τη πόλη. Είναι άτομα που δε δίνουν καμία αξία στην ανθρώπινη ζωή. Πάντα όμως πίστευα στη δικαιοσύνη. Ο τρόπος σου δεν είναι ο σωστός. Αν ο καθένας πάρει το νόμο στα χέρια του τότε θα επικρατήσει το χάος."...πήρε μια βαθιά ανάσα και πρόσθεσε..."Μου έλειψες."....

Άπλωσε το χέρι του και προσπάθησε να το ακουμπήσει στον ώμο του Χένρι, ενώ ένα δάκρυ έτρεξε. Δε τα κατάφερε ωστόσο. Το χέρι του πέρασε μέσα από το σώμα του. Τραβήχτηκε προς τα πίσω.

"Δε μπορείς να το κανείς αυτό. Δεν έχω τη δυνατότητα να αγγίξω το οτιδήποτε, ούτε να νιώσω αυτά που με περιβάλλουν."

"Μα και τότε πως εξουδετερώνεις όλους αυτούς; Φαντάζομαι η φυσική επαφή είναι απαραίτητη."

Ο Χένρι του έλυσε την απορία λέγοντας..."Όλα είναι θέμα οργής. Εκείνη την ώρα έχω υπόσταση, σάρκα και οστά. Υπόσταση που χάνω μόλις επιτευχθεί ο στόχος μου. Έτσι βρήκατε και το αποτύπωμα. Δε πρόλαβα να το εξαφανίσω πριν χαθώ ξανά, πριν επιστρέψω και πάλι στην ανυπαρξία."

Έμειναν εκεί για αρκετή ώρα. Μίλησαν για την οικογένειά του, για το ότι η αυτοκτονία του τους διέλυσε στη κυριολεξία, τους άλλαξε όλη τη ζωή. Ο Χένρι είχε αποφύγει να μπει στο πειρασμό να τους επισκεφθεί. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να τους τρομάξει, να τους αναστατώσει. Προτιμούσε απλά να τους αφήσει να προχωρήσουν μπροστά, να απαγκιστρωθούν από το παρελθόν και τη λύπη που αυτό σήμαινε. Ο Κέιλεμπ από τη πλευρά του, του ανέφερε πως ποτέ δε πίστεψε στο σενάριο της αυτοκτονίας. Απλά δεν είχε στοιχεία στα χέρια του για να υποστηρίξει κάτι άλλο. Αργότερα άρχισε τις ερωτήσεις. Είχε αμέτρητες απορίες, γύρω από το τι υπάρχει μετά τη στιγμή του θανάτου, για το πώς νιώθει ο φίλος του, αν τον βλέπουν όλοι ή μόνο όσοι αυτός επιθυμεί. Ο Χένρι σε κάποιες απαντούσε, στις περισσότερες όμως δε μπορούσε να βρει και να του πει κάτι. Άλλωστε είχε μείνει εκεί κολλημένος. Ίσως για να εκδικηθεί το θάνατό του, ίσως και για κάτι παραπάνω. Αυτό που ήξερε με σιγουριά ήταν πως το μυστικό κρυβόταν στην έκρηξη των συναισθημάτων του. Και τότε ξεκίνησαν τα δύσκολα. Ο Κέιλεμπ δε θεωρούσε σωστό αυτό που ο φίλος του έκανε. Αυτή ήταν η ακλόνητη γνώμη του. Πίστευε στο έργο της αστυνομίας, της δικαιοσύνης. Είχε τη πεποίθηση πως στο ανθρώπινο δυναμικό τους οι σωστοί και ηθικοί υπερτερούσαν ακόμη.

"Ξέρω πως δε μπορώ να σε εμποδίσω, μα σκέψου το καλά. Είσαι εδώ ξανά, ο Θεός, κάποιος τέλος πάντων, σου έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία. Τη δυνατότητα να βοηθήσεις ουσιαστικά και όχι απλώς εκδικητικά. Είσαι πολύ καλύτερος από αυτό. Κάνοντάς τους να πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα πέφτεις στο επίπεδό τους, στερείς μόνος σου την ανθρωπιά σου, τις αξίες που είχες όλα αυτά τα χρόνια και δε νομίζω πως είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο θα ξεκολλήσεις. Φαντάζομαι πως το επιθυμείς αυτό. Δε νομίζω να θέλεις να μείνεις έτσι για πάντα."

Ο Χένρι κούνησε το κεφάλι καταφατικά, δείχνοντας ξεκάθαρα πως τον καταλάβαινε. Είχε σαφέστατα δίκιο. Είχε αρχές, τις οποίες στη πορεία μάλλον τις ξέχασε. Η ώρα πέρασε, ο Κέιλεμπ έφυγε για το σπίτι του. Είχε πολλά να σκεφτεί, να συνειδητοποιήσει. Ένας νέος, άγνωστος και πέραν της λογικής κόσμος μόλις του αποκαλύφθηκε.

Ο χρόνος κύλησε, προχώρησε κατά ένα μήνα, διάστημα στο οποίο άλλαξαν πολλά. Κάτι υπήρχε στο σκοτάδι, κινούνταν στις σκιές και κρατούσε τρομοκρατημένους όλους αυτούς που δούλευαν για το οργανωμένο έγκλημα. Ήταν κάτι που δε μπορούσαν να εξηγήσουν, δεν ήξεραν πως να αντιμετωπίσουν, κάτι άγνωστο που τους προκαλούσε φόβο, που το έβρισκαν πάντα μπροστά τους και τους κατέστρεφε τα σχέδια.

Ήταν το βράδυ μιας Τρίτης. Η αστυνομία ετοιμαζόταν να κάνει έφοδο σε μια αποθήκη που, σύμφωνα με την έρευνά της, αποτελούσε την έδρα μιας συμμορίας διακίνησης ναρκωτικών και όπλων. Ο αρχηγός τους μάλιστα ήταν καταζητούμενος για δύο φόνους. Οι πλήρως εξοπλισμένοι αστυνομικοί ήταν τοποθετημένοι περιμετρικά. Μεταξύ τους και ο Κέιλεμπ. Ήταν έτοιμοι να εισβάλουν όταν ακούστηκαν πυροβολισμοί μέσα από την αποθήκη, μαζί με φωνές. Ο επικεφαλής της επιχείρησης έδωσε σήμα να ξεκινήσουν εσπευσμένα. Μπήκαν μέσα φωνάζοντας "ακίνητοι", όμως κανένας δε στεκόταν όρθιος. Είδαν εφτά άντρες και μια γυναίκα, όλους πεσμένους στο έδαφος. Δεν ήταν νεκροί, ήταν απλώς ζαλισμένοι ή στη χειρότερη περίπτωση αναίσθητοι. Τους πέρασαν χειροπέδες και τους μετέφεραν στα αστυνομικά οχήματα που κατέφθασαν εκείνη την ώρα. Ο Κέιλεμπ σήκωσε το κεφάλι του και πριν φύγει έψαξε με τα μάτια του τριγύρω. Σε μια άκρη στεκόταν ο Χένρι, αόρατος για όλους τους άλλους και ο Κέιλεμπ του χαμογέλασε. Ο Χένρι είχε γίνει ο πολυτιμότερος συνεργάτης του, ο μυστικός του παρτενέρ, που γνώριζε μόνο ο ίδιος και που συνέχιζε την εκδίκησή του, μόνο που τώρα δρούσε όπως ο Κέιλεμπ ήθελε, περιορίζοντας τις απώλειες στις απολύτως απαραίτητες. Και όλα έδειχναν πως η ανακάλυψη του ατόμου που διέταξε την εκτέλεσή του δεν ήταν μακριά. Μια εκκρεμότητα, που η λύση της ίσως του χάριζε την ελευθερία, την ευκαιρία να προχωρήσει παραπέρα. Ίσως όμως και όχι...Άραγε ο ίδιος θα είχε τη δυνατότητα της επιλογής; Και αν ναι, τι θα διάλεγε;